Τι σημαίνει το immagini στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης immagini στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του immagini στο Ιταλικό.
Η λέξη immagini στο Ιταλικό σημαίνει φαντάζομαι, φαντάζομαι, οραματίζομαι, οραματίζομαι, φαντάζομαι, φαντάζομαι, έχω μια εικόνα, έχω μια ιδέα, υποθέτω, εικάζω, νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως, υποθέτω, εκτιμώ, φαντάζομαι, φαντασιώνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, θεωρώ δεδομένο, σκέφτομαι, θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω, φαντάζομαι, προβλέπω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, πιστεύω, θεωρώ, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, υπολογίζω, εκτιμώ, φαντάζομαι, φαντάζομαι, σκέφτομαι να κάνω κτ, απεικόνιση, εικόνα, εικόνα, φωτογραφία, καλολογικά στοιχεία, εικόνα, εικόνα, εικόνα, παρομοίωση, ομοίωμα, στιγμιότυπο, πορτραίτο, πορτρέτο, προσωποποίηση, επιτομή, απεικόνιση, εικόνα, εικόνα, εκπρόσωπος, εικόνα στο μυαλό/στη φαντασία, απόχρωση, φαντάζομαι, φαντάζομαι, φαντάζομαι, προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ, διανοούμαι, σκέφτομαι ότι/πως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης immagini
φαντάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry ha provato a immaginare un mondo senza sofferenza. Ο Χάρυ προσπάθησε να φανταστεί έναν κόσμο όπου δεν θα υπήρχε πόνος. |
φαντάζομαι(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kyle si è immaginato che il suo nuovo lavoro non sarebbe stato molto duro e che avrebbe potuto fare tutto quello avrebbe voluto. Ο Κάιλ φανταζόταν πως η νέα του δουλειά δεν θα ήταν και πολύ δύσκολη και ότι απλά θα έκανε ό,τι ήθελε. |
οραματίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ribelli immaginano un periodo di pace e prosperità dopo la rivoluzione. Οι στασιαστές ονειρεύονται μια εποχή ειρήνης και ευημερίας μετά την επανάσταση. |
οραματίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ci siamo immaginati un parco dove c'era solo un buco fangoso. Είχαμε φανταστεί ένα πάρκο εκεί που υπήρχε μόνο ένας λασπόλακκος. |
φαντάζομαι(raffigurarsi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Uno schizzo ti aiuterà ad immaginare il progetto del tuo giardino. |
φαντάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Già immagino lo sguardo sulla sua faccia! |
έχω μια εικόνα, έχω μια ιδέαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'architetto visualizzava mentalmente l'aspetto dell'edificio una volta terminato. |
υποθέτω, εικάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono in molti a presumere che una cravatta indichi una posizione di autorità. Πολλοί υποθέτουν (or: εικάζουν) ότι η γραβάτα υποδεικνύει άτομο εξουσίας. |
νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πωςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Immagino che farei meglio a tagliarmi presto i capelli. |
υποθέτω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Immagino che voglia andare al campeggio, ma non ne sono sicuro. |
φαντάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φαντασιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mindy non riusciva a capire perché sua sorella avesse abbandonato la scuola. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν το χωράει το μυαλό μου ότι ο αδερφός μου χώρισε τη γυναίκα του. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένος! |
θεωρώ δεδομένοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La tua teoria presuppone che il tempo sia esistito all'inizio dell'universo. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Είναι δύσκολο να αναλογιστώ τη ζωή χωρίς τους γονείς μου. |
θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suppongo che lei sia il nuovo sceriffo. Visto che è ora di pranzo, immagino che Glenn sia al pub. Υποθέτω ότι είσαι ο νέος σερίφης. Είναι ώρα μεσημεριανού, οπότε πιστεύω πως ο Γκλεν θα είναι στην παμπ. |
φαντάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Supponiamo che Janet venga licenziata per il tuo errore: che faresti allora? Ας υποθέσουμε ότι η Τζάνετ απολύεται για το δικό σου λάθος. Τι θα κάνεις τότε; |
προβλέπω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim non aveva previsto che l'ex moglie si sarebbe sposata di nuovo. Ο Τιμ δεν προέβλεψε πως η πρώην σύζυγός του θα ξαναπαντρευόταν όντως. |
αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi pare di capire che la situazione sia grave. Αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση είναι σοβαρή. |
πιστεύω, θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Immagino che siano persone molto simpatiche. Θεωρώ ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι. |
καταλαβαίνω, συμπεραίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi pare di capire che la odi. È vero? |
υπολογίζω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suppongo che ci siano cinquanta persone nella stanza. |
φαντάζομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sognava di vincere alla lotteria. Φαντάστηκε ότι θα κερδίζαμε στη λοταρία. |
φαντάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκέφτομαι να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sto pensando di fare un viaggio in Europa dopo aver finito l'università. |
απεικόνιση(τέχνη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa statua è un'immagine di Maria e della natività. Αυτό το άγαλμα είναι μια απεικόνιση της Παναγίας στη γέννηση του Ιησού. |
εικόναsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il libro racconta la storia della sua vita con parole e immagini. Το βιβλίο διηγείται την ιστορία της ζωής της με εικόνες και λέξεις. |
εικόνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φωτογραφίαsostantivo femminile (fotografia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il fotografo ha scelto le sue immagini migliori da portare alla presentazione. Ο φωτογράφος επέλεξε τις καλύτερές του φωτογραφίες για να τις πάρει στην παρουσίαση. |
καλολογικά στοιχεία
Lo scrittore utilizzava un linguaggio figurato e un simbolismo vivido che coinvolgeva i suoi lettori. Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε ζωντανά καλολογικά στοιχεία και συμβολισμό που συγκινούσαν τους αναγνώστες του. |
εικόνα(apparenza) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua immagine austera era accentuata dai suoi abiti scuri e dal colorito pallido. Η αυστηρή του εμφάνιση τονιζόταν από τα σκούρα του ρούχα και το χλωμό του δέρμα. |
εικόνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'autore dà un'immagine deprimente della vita in Russia. |
εικόναsostantivo femminile (di televisore) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'immagine è sfocata. |
παρομοίωσηsostantivo femminile (metafora) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il poeta usò l'immagine degli alberi in autunno per trasmettere l'idea della mortalità. |
ομοίωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στιγμιότυπο(figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo romanzo fornisce uno spaccato della vita nelle campagne della Gran Bretagna rurale durante il cambio di secolo. Αυτό το μυθιστόρημα είναι ένα στιγμιότυπο από τη ζωή στην αγροτική Βρετανία στο τέλος του αιώνα. |
πορτραίτο, πορτρέτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nel palazzo ci sono ritratti di tutti i governanti precedenti. Υπάρχουν πορτραίτα όλων των προηγούμενων ηγεμόνων στο παλάτι. |
προσωποποίηση, επιτομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απεικόνιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'artista ha fatto un bellissimo ritratto della sua amata. |
εικόνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fa una buona impressione quando si veste in modo formale. |
εικόνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il test fornisce un quadro del livello degli studenti. |
εκπρόσωπος(figurato) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il volto del partito deve essere qualcuno che attragga gli elettori. Ο εκπρόσωπος του κόμματος πρέπει να είναι κάποιος που είναι αρεστός σε όλους τους ψηφοφόρους. |
εικόνα στο μυαλό/στη φαντασίαsostantivo femminile (che si ha in mente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non l'ho mai incontrato ma l'immagine che ho di lui è di un uomo alto e bello. |
απόχρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La stanza aveva un'apparenza bluastra a causa del colore della luce. |
φαντάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φαντάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φαντάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Mallory piace immaginare trame per romanzi del mistero. |
προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Faceva finta di essere una principessa. |
διανοούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (concepire) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non si sognavano nemmeno di passare da Parigi senza andare a trovare Michel. Δεν θα τους πέρναγε απ' το μυαλό να πάνε στο Παρίσι χωρίς να δουν τον Μισέλ! |
σκέφτομαι ότι/πωςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando non l'ho visto a scuola ho pensato che fosse a casa malato. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του immagini στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του immagini
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.