Τι σημαίνει το hail στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hail στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hail στο Αγγλικά.
Η λέξη hail στο Αγγλικά σημαίνει χαλάζι, ρίχνει χαλάζι, πέφτει χαλάζι, σταματάω, σταματώ, Χαίρε!, καταιγισμός, χαλάζι, κατάγομαι, προέρχομαι, υποδέχομαι με χαρά, κατάγομαι από κτ, προέρχομαι από κτ, χαίρε, χαίρετε, Χαίρε Κεχαριτωμένη, κάνω σήμα σε ταξί, Χαίρε Κεχαριτωμένη, καταιγισμός ύβρεων, καταιγισμός προσβολών, καταιγισμός από σφαίρες, θύελλα αντιδράσεων, θύελλα επικριτικών σχολίων, καταιγισμός ύβρεων, καταιγισμός προσβολών, επιτηδευμένα φιλικός, υπερβολικά φιλικός, χαλαζόπτωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hail
χαλάζιnoun (precipitation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We always get a lot of hail when it gets windy in the spring. Πάντα έχουμε πολύ χαλάζι όταν έχει αέρα την άνοιξη. |
ρίχνει χαλάζι, πέφτει χαλάζιintransitive verb (hailstones: fall) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Suddenly it started hailing out of the blue sky, the wind had carried the hailstones for miles. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άρχισε να ρίχνει χαλάζι την ώρα της συναυλίας και ο κόσμος έφυγε τρέχοντας. |
σταματάω, σταματώtransitive verb (taxi) (με νόημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I hailed a taxi to get home because I drank too much. Σταμάτησα ένα ταξί για να πάω σπίτι επειδή είχα πιει πολύ. |
Χαίρε!interjection (Roman greeting) (μόνο ενικός) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "Hail Caesar!" said the gladiator. |
καταιγισμόςnoun (figurative (of projectiles) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The soldier ducked to avoid the hail of bullets. |
χαλάζιnoun (falling ice) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I woke up to a loud banging and saw grape sized hailstones falling from the sky. |
κατάγομαι, προέρχομαιintransitive verb (with 'from' (be native of) (από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kelsey's mother hails from Canada. |
υποδέχομαι με χαράtransitive verb (acknowledge positively) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The farmers hailed news of the coming rain with delight. |
κατάγομαι από κτ, προέρχομαι από κτphrasal verb, transitive, inseparable (be from, come from) His grandfather hailed from Greece. |
χαίρε, χαίρετε(greeting) (χαιρετισμός) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Χαίρε Κεχαριτωμένηnoun (Latin (prayer) (χαιρετισμός στην Παρθένο Μαρία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) For her penance, Susan had to say five Ave Marias. |
κάνω σήμα σε ταξίverbal expression (flag down a cab by waving) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She went out onto the street to hail a taxi. |
Χαίρε Κεχαριτωμένηnoun (Catholic prayer to Virgin Mary) (χαιρετισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταιγισμός ύβρεων, καταιγισμός προσβολώνnoun (burst of insults) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The politician suffered a hail of abuse from the crowd. |
καταιγισμός από σφαίρεςnoun (burst of gunfire) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Without warning, the army opened fire on the demonstrators, who fell under a hail of bullets. |
θύελλα αντιδράσεων, θύελλα επικριτικών σχολίωνnoun (burst of disapproving comments) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Film reviewers subjected the director to a hail of criticism. |
καταιγισμός ύβρεων, καταιγισμός προσβολώνnoun (burst of pejoratives) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιτηδευμένα φιλικός, υπερβολικά φιλικόςadjective (formal (over-familiar) |
χαλαζόπτωσηnoun (shower of hail) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The hailstorm brought hail that washed and dented our cars. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η χτεσινή χαλαζόπτωση προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hail στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hail
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.