Τι σημαίνει το guarire στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης guarire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guarire στο Ιταλικό.
Η λέξη guarire στο Ιταλικό σημαίνει κλείνω, καλυτερεύω, συνέρχομαι, θεραπεύομαι, αναρρώνω, ανακάμπτω, επουλώνομαι, θεραπεύομαι, θεραπεύομαι, συνέρχομαι, θεραπεύω, αναρρώνω, κάνω κπ/κτ καλά, αναρρώνω, υποχωρώ, κάνω καλά, είμαι καλύτερα, γίνομαι καλύτερα, θεραπεύω, θεραπεύω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γιατρεύομαι, γιάνω, συνέρχομαι, ξεπερνώ, αναρρώνω, ξεπερνώ μεγαλώνοντας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης guarire
κλείνωverbo intransitivo (για τραύμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quel taglio che avevi sul braccio è guarito bene. Το κόψιμο στο χέρι του έχει κλείσει καλά. |
καλυτερεύω, συνέρχομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi dispiace apprendere che stai male; speriamo tu guarisca presto. Λυπάμαι που είσαι άρρωστη. Ας ελπίσουμε ότι θα συνέλθεις σύντομα. |
θεραπεύομαιverbo intransitivo (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tua gamba rotta dovrebbe guarire in sei settimane. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η πληγή από το ατύχημα θα επουλωθεί σε λίγο καιρό. |
αναρρώνω(από ασθένεια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli ci vorranno circa due settimane per guarire dalla ferita. Θα χρειαστεί περίπου δυο βδομάδες για να αναρρώσει από τον τραυματισμό. |
ανακάμπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (rapidamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A un certo punto era malato gravemente ma guarì in fretta. Σε κάποια φάση ήταν επικίνδυνα άρρωστος, αλλά ανέκαμψε γρήγορα. |
επουλώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non posso usare la mano finché il taglio non guarisce. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το χέρι μου μέχρι να επουλωθεί το κόψιμο. |
θεραπεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θεραπεύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il paziente è guarito a seguito della radioterapia. Ύστερα από την ακτινοθεραπεία ο ασθενής θεραπεύτηκε. |
συνέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Per un lungo periodo James è stato gravemente malato e i dottori pensavano che potesse morire, ma ora sembra che stia guarendo. |
θεραπεύωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dottore lavorava sodo per guarire i suoi pazienti. |
αναρρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω κπ/κτ καλάverbo transitivo o transitivo pronominale Lasci che ti massaggi la schiena dolorante per alleviarla. |
αναρρώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Richard ha dovuto aspettare che la sua gamba guarisse prima di ricominciare a fare sport. |
υποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il dottore mi ha detto che l'irritazione guarirà nel giro di sei settimane. Ο γιατρός μου είπε ότι το εξάνθημα θα υποχωρήσει σε περίπου έξι βδομάδες. |
κάνω καλά(generico) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il veterinario ha tentato di guarire l'agnello malato. Ο κτηνίατρος προσπάθησε να γιατρέψει το άρρωστο αρνί. |
είμαι καλύτερα, γίνομαι καλύτερα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi spiace che tu sia malato, spero che ti rimetterai presto. Λυπάμαι που είσαι άρρωστος· ελπίζω να αναρρώσεις σύντομα. |
θεραπεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il farmaco cura la costipazione. |
θεραπεύωverbo intransitivo (κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quanto ci hai messo per guarire da quella malattia? Πόσος καιρός χρειάστηκε για να θεραπευτείς από την ασθένεια; |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo transitivo o transitivo pronominale (guarigione religiosa) Secondo alcune confessioni le persone possono essere guarite con il contatto delle mani. |
γιατρεύομαι, γιάνωverbo intransitivo (τραύμα, πληγή) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È vero che un cuore infranto guarisce da solo col tempo. |
συνέρχομαι, ξεπερνώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spero tu guarisca al più presto da questa brutta influenza. Ελπίζω να συνέρθεις από τη γρίπη σύντομα. Μέχρι την άνοιξη είχε ξεπεράσει τον ιό που τον τριγυρνούσε όλο το χειμώνα. |
αναρρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'atleta si è ripreso velocemente dopo l'operazione al ginocchio. Ο αθλητής ανάρρωσε σύντομα μετά την εγχείρηση στο γόνατο. |
ξεπερνώ μεγαλώνονταςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Diversi bambini guariscono dalle prime allergie durante la crescita. Μεγαλώνοντας, πολλά παιδιά ξεπερνούν τις νηπιακές αλλεργίες. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guarire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του guarire
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.