Τι σημαίνει το grasso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grasso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grasso στο Ιταλικό.

Η λέξη grasso στο Ιταλικό σημαίνει λιπαρός, λίπος, λίπος, λίπος, γράσο, παχύς, χοντρός, λιπαρός, μαγειρικό λίπος, λίπος, λιπαρός, ζωικό λίπος, λίπος κρέατος που στάζει όσο ψήνεται, ανοιχτή στη λεκάνη, παχύς, χοντρός, παχύς, χοντρός, παχουλός, πλαδαρός, κοιλαράς, κοιλαρού, λιπαντικό, πάχος, λίπος, -, λιπαρός, που συγκρατεί νερό, παχαίνω, λίπος, πολυακόρεστο, χοντρομπαλάς, τόφαλος, παιδοβούβαλος, λιπαρές ουσίες γάλακτος, λίπος αδιαβροχοποίησης, σωματικό λίπος, η τελευταία ημέρα της Αποκριάς, που είναι σαράντα επτά ημέρες πριν από το Πάσχα, Τρίτη της Άφεσης, στομαχικό πάχος, λίπη trans, βοδινό λίπος, πτυχή δέρματος, φυτικό λίπος, η Τρίτη πριν από τη Σαρακοστή, fat-shaming, μάζα λίπους σε υπόνομο, φαίνομαι χοντρός, κριτικάρω κπ για το πάχος του, λίπος, ψωμάκια, άπαχος, συσσώρευση λίπους στην κοιλιά λόγω ηλικίας, ακόρεστα λίπη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grasso

λιπαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il dottore ha detto a Ben di evitare carni grasse e cibi fritti.

λίπος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tutti i corpi hanno un po' di grasso.
Όλα τα σώματα έχουν μια ποσότητα λίπους.

λίπος

sostantivo maschile (φαγητού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha tolto il grasso dalla sua bistecca prima di mangiarla.
Έβγαλε το λίπος από την μπριζόλα πριν την φάει.

λίπος

sostantivo maschile (μαγειρικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il cuoco ha sciolto del grasso nella pentola.
Ο μάγειρας έλιωσε λίγο λίπος στο τηγάνι.

γράσο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il meccanico ha applicato del grasso fresco al giunto.
Ο μηχανικός έβαλε λίγο φρέσκο γράσο στον αρμό.

παχύς, χοντρός

(ενίοτε μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eric ha ammesso di essere grasso e di dover dimagrire.
Ο Έρικ παραδέχτηκε ότι ήταν παχύς (or: χοντρός) και ότι έπρεπε να χάσει βάρος.

λιπαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo hamburger è così grasso! È disgustoso.
Αυτό το χάμπουργκερ είναι τόσο λιπαρό! Είναι εντελώς αηδιαστικό.

μαγειρικό λίπος

sostantivo maschile (da cucina)

Mescolate con le dita il grasso e la farina.

λίπος

sostantivo maschile (di animale acquatico) (φάλαινας, φώκιας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il grasso di foca protegge dalle temperature sotto zero dell'Artico.

λιπαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι τηγανητές πατάτες ήταν πολύ λιπαρές γιατί το λάδι στο οποίο μαγειρεύτηκαν δεν ήταν αρκετά ζεστό.

ζωικό λίπος

sostantivo maschile (da cucina) (μαγειρική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λίπος κρέατος που στάζει όσο ψήνεται

(carne: liquido colato mischiato a succo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mia nonna ci faceva fare merenda con pane spalmato di grasso.

ανοιχτή στη λεκάνη

aggettivo (offensivo: donna con fianchi larghi) (γυναίκα με μεγάλους γοφούς)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questi pantaloni mi fanno sembrare troppo grassa?

παχύς, χοντρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha preso peso e ora è parecchio grasso.
Έβαλε κιλά και είναι πλέον αρκετά χοντρός (or: παχύς).

παχύς, χοντρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παχουλός, πλαδαρός

(colloquiale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marco è diventato piuttosto ciccione da quando ha smesso di andare in palestra.

κοιλαράς, κοιλαρού

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

λιπαντικό

Se metti del lubrificante sul cardine della porta, quello scricchiolio se ne andrà.

πάχος

(colloquiale) (σωματικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho bisogno di iniziare ad allenarmi di più: guarda questa ciccia!

λίπος

(grasso)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Devo cominciare a fare esercizio per buttare già la ciccia!

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Σε αυτή τη συνταγή βάζουμε κρέμα γάλακτος, πλήρη σε λιπαρά.

λιπαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I capelli mi diventano grassi se non li lavo tutti i giorni.

που συγκρατεί νερό

aggettivo (di pianta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le foglie della pianta grassa trattengono l'acqua, permettendole di prosperare nei climi aridi.

παχαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se non faccio attività fisica regolarmente ingrasso.

λίπος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ogni inverno diamo del grasso di rognone agli uccelli, perché altre risorse di cibo sono scarse.

πολυακόρεστο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χοντρομπαλάς, τόφαλος, παιδοβούβαλος

sostantivo femminile (informale, offensivo) (καθομ, προσβλ: χοντρός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λιπαρές ουσίες γάλακτος

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λίπος αδιαβροχοποίησης

sostantivo maschile (per pelli) (για δέρμα)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σωματικό λίπος

sostantivo maschile

Quell'atleta non ha quasi grasso corporeo; è tutta muscolo.

η τελευταία ημέρα της Αποκριάς, που είναι σαράντα επτά ημέρες πριν από το Πάσχα

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il Martedì grasso è una festa d'origine cattolica che rappresenta la fine della settimana del carnevale.

Τρίτη της Άφεσης

sostantivo maschile (παραμονή Σαρακοστής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στομαχικό πάχος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λίπη trans

sostantivo maschile (informale, nutrizione)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il nostro corpo non possiede un meccanismo naturale per eliminare i grassi trans.

βοδινό λίπος

sostantivo maschile (μαγειρική)

πτυχή δέρματος

sostantivo maschile (λόγω παχυσαρκίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non riusciva bene a lavarsi sotto i rotoli di grasso.

φυτικό λίπος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η Τρίτη πριν από τη Σαρακοστή

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

fat-shaming

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μάζα λίπους σε υπόνομο

sostantivo femminile (in fognature, condotte, ecc.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φαίνομαι χοντρός

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Tesoro, questo vestito mi fa sembrare grassa?

κριτικάρω κπ για το πάχος του

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λίπος

sostantivo maschile (cottura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψωμάκια

sostantivo plurale maschile (informale) (μτφ: πάχος στους γλουτούς)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

άπαχος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συσσώρευση λίπους στην κοιλιά λόγω ηλικίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ακόρεστα λίπη

sostantivo maschile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grasso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.