Τι σημαίνει το gemelli στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gemelli στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gemelli στο Ιταλικό.
Η λέξη gemelli στο Ιταλικό σημαίνει Δίδυμοι, αστερισμός των Διδύμων, αδελφοποιώ, δίδυμος, δίδυμη, τρίδυμο, τετράδυμο, πεντάδυμο, μανικετόκουμπο, δίδυμος, δίδυμη, τετράδυμος, ταίρι, σωσίας, δίδυμος αδελφός, ίδιος, όμοιος, Δίδυμος, σιαμαίος, διζυγώτες δίδυμοι, ετεροζυγώτες δίδυμοι, διζυγωτικοί δίδυμοι, το να έχει κπ δίδυμο αδερφό ή δίδυμη αδερφή, επτάδυμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gemelli
Δίδυμοιsostantivo plurale maschile (segno zodiacale) (αστρολογία: ζώδιο) Il segno zodiacale di Allison è gemelli. |
αστερισμός των Διδύμωνsostantivo plurale maschile (costellazione) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le due stelle più luminose della costellazione dei Gemelli sono Castore e Polluce. |
αδελφοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sindaco decise di gemellare la città con una delle stesse dimensioni in Germania. |
δίδυμος, δίδυμηsostantivo maschile (omozigote) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Matthew e Mark sono gemelli, è quasi impossibile distinguerli a meno che non li si conosca molto bene. Ο Μάθιου και ο Μαρκ είναι δίδυμοι· είναι σχεδόν αδύνατο να τους ξεχωρίσεις, εκτός και εάν τους ξέρεις πολύ καλά. |
τρίδυμο(di parto trigemino) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τετράδυμοsostantivo maschile (di parto quadrigemellare) Dopo aver preso vari farmaci per la fertilità, la donna era incinta di quattro gemelli. |
πεντάδυμοsostantivo maschile (di cinque gemelli) Io sono un gemello, ma non somiglio per niente ai miei altri quattro fratelli gemelli. |
μανικετόκουμποsostantivo maschile (per camicia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi è sempre molto difficile mettermi il gemello destro con la mano sinistra. Το να βάλω το δεξί μανικετόκουμπο με το αριστερό μου χέρι, είναι πάντα πρόκληση για μένα. |
δίδυμος, δίδυμηsostantivo maschile (eterozigote) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Hannah e Andy sono gemelle ma non si assomigliano affatto. Η Χάνα και ο Άντυ είναι δίδυμα, αλλά δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. |
τετράδυμοςsostantivo maschile (di parto quadrigemellare) (ένα από τα τετράδυμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ταίριsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Metti quel vaso lì, così è direttamente opposto al suo gemello. Βάλε το βάζο εκεί, ώστε να είναι ακριβώς απέναντι από το ίδιο του. |
σωσίας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
δίδυμος αδελφόςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ίδιος, όμοιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jane comprò candelabri identici, uno per ogni estremità del tavolo. Η Τζέιν αγόρασε ίδια κηροπήγια, ένα για κάθε πλευρά του τραπεζιού. |
Δίδυμος(segno zodiacale) Ο αδελφός μου γεννήθηκε στις 27 Μαΐου, είναι δηλαδή Δίδυμος. |
σιαμαίοςsostantivo plurale maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διζυγώτες δίδυμοι, ετεροζυγώτες δίδυμοι, διζυγωτικοί δίδυμοιsostantivo plurale maschile I gemelli eterozigoti condividono circa il 50% del proprio corredo genetico. |
το να έχει κπ δίδυμο αδερφό ή δίδυμη αδερφή
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επτάδυμαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gemelli στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του gemelli
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.