Τι σημαίνει το gagner στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gagner στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gagner στο Γαλλικά.

Η λέξη gagner στο Γαλλικά σημαίνει νικάω, νικώ, κερδίζω, νικάω, νικώ, κερδίζω, κερδίζω, αποκτώ, κερδίζω, φτάνω, φθάνω, κερδίζω, κερδίζω, σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος, κερδίζω, αποκτώ, κερδίζω, παίρνω με το μέρος μου, νικώ, υπερνικώ, κερδίζω, νίκη, νικώ, παίρνω, κερδίζω, πετυχαίνω, βγάζω, πετυχαίνω, καταφέρνω, διαχειρίζομαι, νικώ, κερδίζω, εισχωρώ, διεισδύω, με πιάνει, όφελος, κέρδος, αποκαθιστώ, επικρατώ, συγκεντρώνω, σαρώνω, κερδίζω, κερδίζω χρήματα, αυξάνω, έλλειμμα, εργάζομαι, καθυστερώ, χρονοτριβώ, που εξοικονομεί χρόνο, για λόγους συντομίας, αποκόμιση κερδών, άνετη ζωή, καλή ζωή, απόλυτο φαβορί, κάνω περίπατο, κερδίζω χρόνο, ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα, κερδίζω την εμπιστοσύνη, κερδίζω εύκολα, κερδίζω μια θέση στην καρδιά κπ, την κάνω λαχείο, κερδίζω το πρώτο βραβείο, βγάζω χρήματα, κερδίζω χρήματα, κερδίζω τις εκλογές, βγάζω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζην, κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος, νικάω κπ την τελευταία στιγμή, κερδίζω κπ την τελευταία στιγμή, κερδίζω τη συμπάθεια κπ, κάνω μια γερή μπάζα στα γρήγορα, παραβιάζω, καταπατώ, κερδίζω με ευκολία, ίσα που κάνω κτ, αυξάνω την επιρροή μου, κερδίζω αναγνώριση, κερδίζω έδαφος, κερδίζω χρόνο, αποκτώ ορμή, κατακτώ θέση, κερδίζω θέση, κερδίζω δημοτικότητα, αρχίζω να γίνομαι δημοφιλής, κερδίζω, κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ, πείθω, επικαιρότητα, καμένο χαρτί, παιχνιδάκι, καθυστέρηση, την κάνω λαχείο, βγάζω τα προς το ζην, κερδίζω τα προς το ζην, αναπληρώνω τον χαμένο χρόνο, αποκομίζω κέρδος, αρχίζω να σημειώνω επιτυχία, κύρος, το καθυστερώ, προσεγγίζω, ψωμί, βγαίνει σε καλό, βγάζω, καλοπιάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gagner

νικάω, νικώ, κερδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Notre équipe a gagné le match 3-2.
Η ομάδα μας νίκησε (or: κέρδισε) τον αγώνα 3-2.

νικάω, νικώ, κερδίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Notre équipe a gagné.
Η ομάδα μας νίκησε (or: κέρδισε).

κερδίζω, αποκτώ

verbe transitif (επιπλέον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a gagné cinq nouveaux clients le mois dernier.
Κέρδισε (or: απέκτησε) πέντε ακόμα πελάτες τον τελευταίο μήνα.

κερδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons gagné un appareil photo comme prix à la tombola.
Κερδίσαμε μια φωτογραφική μηχανή στη λοταρία.

φτάνω, φθάνω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A trois heures, l'armée gagnait les murs de la ville.

κερδίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Grâce à ton travail acharné, tu as gagné ta place au sein du comité de direction.

κερδίζω

verbe transitif (de l'argent) (εισόδημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combien allez-vous gagner (or: toucher) par semaine à votre nouveau travail ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα χρήματα που βγάζει δεν τον φτάνουν ούτε για το ενοίκιο.

σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La bourse a gagné 3 % la semaine dernière.

κερδίζω

verbe transitif (κάτι επιθυμητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est en travaillant dur qu'il a obtenu sa promotion.
Κέρδισε την προαγωγή με σκληρή δουλειά.

αποκτώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les citoyens obtinrent le droit d'envoyer leurs enfants dans une autre école.
Οι πολίτες απέκτησαν το δικαίωμα να στέλνουν τα παιδιά τους σε διαφορετικό σχολείο.

κερδίζω

(montre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'horloge prend une seconde d'avance chaque semaine.

παίρνω με το μέρος μου

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le candidat a obtenu (or: gagné) beaucoup de sympathisants.

νικώ, υπερνικώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dans les films d'action, ce sont généralement les gentils qui gagnent à la fin.

κερδίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νίκη

verbe intransitif

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'important n'est pas de gagner mais de participer.

νικώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce fut un match difficile, mais au final nous avons gagné.

παίρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a gagné plusieurs milliers de dollars au casino.

κερδίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils pensent gagner plus d'un million de dollars.

πετυχαίνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont gagné sept fois la saison passée.

βγάζω

verbe transitif (de l'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeff gagne 80 000 $ par an.

πετυχαίνω

verbe transitif (un contrat) (μτφ: κερδίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sa société a gagné (or: a décroché) un gros contrat avec le gouvernement.
Η εταιρεία πέτυχε ένα μεγάλο συμβόλαιο με την κυβέρνηση.

καταφέρνω, διαχειρίζομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président de l'entreprise a réussi à gagner le contrat pour servir ses intérêts professionnels. Tu as les billets ? Génial : je savais que tu réussirais !

νικώ, κερδίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισχωρώ, διεισδύω

(figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'idée d'une révolution commença à imprégner l'ensemble de la société.
Η ιδέα της επανάστασης άρχισε να διαποτίζει όλην την κοινωνία.

με πιάνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un étrange sentiment de joie me submergea (or: me gagna).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω.

όφελος, κέρδος

(figuré)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il n'y a aucun intérêt à être grossier avec les gens.

αποκαθιστώ

(terres)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La décharge a été réaménagée pour un projet commercial.

επικρατώ

(Sports)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'était un match serré, mais l'équipe locale a fini par gagner (or: s'imposer).

συγκεντρώνω

verbe transitif (un soutien)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le parti politique a essayé d'obtenir (or: de gagner) le soutien des électeurs.

σαρώνω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω

verbe transitif (du temps)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Notre nouveau procédé fait gagner du temps.
Με τη νέα διαδικασία κερδίζουμε χρόνο.

κερδίζω χρήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si tu peux te permettre de ne pas travailler, c'est parce que je gagne suffisamment d'argent.
Μπορείς να μένεις στο σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και βγάζω λεφτά.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'homme politique gagnait en popularité chaque semaine.

έλλειμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Certaines composantes du projet ont dû être abandonnées à cause d'un déficit dans le budget.
Μερικά κομμάτια του πρότζεκτ έπρεπε να εγκαταλειφθούν λόγω ελλείμματος στον προϋπολογισμό.

εργάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je vis ici depuis que je travaille.
Ζω εδώ από τότε που εργάστηκα για πρώτη φορά.

καθυστερώ, χρονοτριβώ

(soutenu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που εξοικονομεί χρόνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για λόγους συντομίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκόμιση κερδών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υπάρχουν τρόποι για να βγάλει κανείς λεφτά, αλλά χρειάζεται υπομονή και επιμονή.

άνετη ζωή, καλή ζωή

locution verbale

Il gagne bien sa vie en vendant ses tableaux.
Βγάζει καλά λεφτά από τη ζωγραφική του.

απόλυτο φαβορί

κάνω περίπατο

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω χρόνο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La principale utilisation du médicament est de gagner du temps en ralentissant la propagation de la maladie.

ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle gagne à peine de quoi vivre avec ses deux emplois à temps partiel.

κερδίζω την εμπιστοσύνη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai réussi à gagner la confiance de notre nouveau client. Il a gagné la confiance de ses responsables par son excellent travail.
Κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του τελευταίου πελάτη. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των διευθυντών του με την άψογη δουλειά του.

κερδίζω εύκολα

Nous savions que notre équipe gagnerait haut la main.

κερδίζω μια θέση στην καρδιά κπ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le fils de notre nouveau voisin a gagné mon cœur quand il a ramassé les feuilles pour nous.

την κάνω λαχείο

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω το πρώτο βραβείο

locution verbale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω χρήματα, κερδίζω χρήματα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pour chaque billet vendu, on gagne de l'argent.
Με κάθε εισιτήριο που πουλάμε, κερδίζουμε λεφτά.

κερδίζω τις εκλογές

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζην

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il gagne sa vie en faisant des petits boulots.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Σεργκέι βγάζει το ψωμί του οδηγώντας ταξί. Ο Στέφεν έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας συναλλαγές με χρεόγραφα και μετοχές.

κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νικάω κπ την τελευταία στιγμή, κερδίζω κπ την τελευταία στιγμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κερδίζω τη συμπάθεια κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μια γερή μπάζα στα γρήγορα

(familier)

παραβιάζω, καταπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le lierre de notre voisin empiète chez nous mais celui-ci refuse de le couper.

κερδίζω με ευκολία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ίσα που κάνω κτ

locution verbale (match) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυξάνω την επιρροή μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les grandes compagnies ont gagné en importance au fil des décennies.

κερδίζω αναγνώριση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De nombreux articles publiés ont aidé mon médecin à être reconnu dans le milieu médical.

κερδίζω έδαφος

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω χρόνο

locution verbale

αποκτώ ορμή

verbe transitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κατακτώ θέση, κερδίζω θέση

locution verbale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κερδίζω δημοτικότητα, αρχίζω να γίνομαι δημοφιλής

(phénomène)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qu'est-ce que tu as à gagner à mentir là-dessus ?
Κερδίζει πολλά λεφτά παίζοντας στο καζίνο.

κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On a tout à gagner à être patient.

πείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επικαιρότητα

(ιδιότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les billets en plastique ont pris de l'ampleur dans plus de 30 pays au cours des dernières années.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι δύσκολο να το πιστέψεις πως κάποτε αυτή η άποψη ήταν στην επικαιρότητα.

καμένο χαρτί

locution verbale (αργκό: είμαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Même si ce cheval avait peu de chances de gagner, il a quand même remporté la course.
Μολονότι το άλογο είχε μικρές πιθανότητες να νικήσει, τα κατάφερε.

παιχνιδάκι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καθυστέρηση

(Sports) (προσπάθεια να κερδίσω χρόνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

την κάνω λαχείο

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω τα προς το ζην, κερδίζω τα προς το ζην

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle n'a pas pu trouver un rôle au théâtre et a été contrainte de gagner sa vie en tournant dans des publicités.
Δεν μπορούσε να βρει δουλειά στο θέατρο και για να βγάλει τα προς το ζην αναγκάστηκε να κάνει διαφημιστικά για την τηλεόραση.

αναπληρώνω τον χαμένο χρόνο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Afin de gagner du temps, Ian a dû travailler durant sa pause déjeuner.
Για να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο, ο Ίαν αναγκάστηκε να δουλέψει και κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος.

αποκομίζω κέρδος

En faisant des placements judicieux, nous gagnerons de l'argent.
Αν επενδύσουμε έξυπνα, θα βγάλουμε χρήματα.

αρχίζω να σημειώνω επιτυχία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κύρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les idées de Darwin prirent bientôt de l'ampleur.
Οι απόψεις του Δαρβίνου σύντομα κέρδισαν έδαφος.

το καθυστερώ

locution verbale (συνήθως επίτηδες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
James dit qu'il ne peut pas envoyer le rapport parce que sa connexion Internet ne fonctionne pas, mais je crois qu'il essaie de gagner du temps parce qu'il ne l'a pas encore terminé.
Ο Τζέιμς λέει ότι δεν μπορεί να στείλει την έκθεση τώρα, επειδή του έχει κοπεί το ίντερνετ. Εγώ πιστεύω, όμως, ότι το καθυστερεί (or: χρονοτριβεί) γιατί δεν την έχει τελειώσει ακόμα.

προσεγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψωμί

(dans une question) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quand j'ai demandé à Jake ce qu'il faisait dans la vie, il m'a dit qu'il tondait des moutons.
Όταν ρώτησα τον Τζέικ πώς βγάζει το ψωμί του, μου είπε ότι κουρεύει πρόβατα.

βγαίνει σε καλό

(bénéfique) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est généralement payant d'être gentil avec les gens.
Συνήθως βγαίνει σε καλό να είσαι ευγενικός με τους άλλους.

βγάζω

(καθαρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entreprise de Ben avait rapporté environ vingt mille dollars net à la fin de la première année.

καλοπιάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement a cherché à obtenir les faveurs des groupes religieux.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gagner στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του gagner

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.