Τι σημαίνει το frapper στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης frapper στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του frapper στο Γαλλικά.

Η λέξη frapper στο Γαλλικά σημαίνει χτυπώ, πλήττω, χτυπάω, χτυπώ, πέφτω, χτυπάω, χτυπώ, επιτίθεμαι, εκπλήσσω, βάζω κτ να κρυώσει, χτύπημα, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, πλήττω, πατάσσω, χτυπάω, κοπανάω, δένω, απομακρύνω, πλήττω, πατάσσω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κοπανώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, βαράω, κοπανάω, χτυπώ με ρόπαλο, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ που τον κάνει να πέσει κάτω, χτυπάω, χτυπώ, καρφώνω, χτυπάω, χτυπώ, πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ, χτυπάω, χτυπώ, βαράω, δέρνω, μαστιγώνω, ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ, ρίχνω, δίνω, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω, στέλνω, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, πλήττω, χτυπάω, δέρνω, ταλανίζω, χαστουκίζω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, σουτάρω, πλήττω, χτύπημα, πλήγμα, βαράω, κοπανάω, χτυπάω, κοπανάω, βαράω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, έρχομαι σε επαφή, χτυπάω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, μαστίζω, γροθοκοπώ, βαράω, χτυπάω, χτυπάω, αφορίζω, αναθεματίζω, χτυπάω με σπάθη, αναθεματίζω, χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του, επιτίθεμαι σε κπ, χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνη, χειροκροτάω, χειροκροτώ, κλωτσάω, γρονθοκοπώ, χτυπάω, βαράω, κοπανάω, δέρνω, ραβδίζω, δέρνω, χτυπάω, χτυπάω λάθος, χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό, χτυπάω (κάποιον) με την κάννη του όπλου, σκοτώνω, πετυχαίνω διάνα, χτυπάω κπ σε κτ, συγκρούομαι με, πέφτω πάνω σε, χτύπημα των χεριών, χτυπάω, χτυπώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χειροκροτώ, χτυπάω κπ με κτ, χτυπώ κπ με κτ, ρυθμικό χειροκρότημα, κλωτσάω, κλωτσώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπώ στο κεφάλι, χτυπάω, χτυπώ, προσπαθώ να χτυπήσω κπ, αποπειρώμαι να χτυπήσω κπ, σουτάρω, σφυροκοπώ, επιτίθεμαι με κοντάρι, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, στέλνω, ρίχνω με ευθεία βολή, χτυπάω, χτυπώ, σφραγίζω, χτυπάω, χτυπώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης frapper

χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le boxeur a frappé son adversaire.
Ο πυγμάχος κατέφερε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του.

πλήττω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ouragan nous a frappés sans prévenir.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (foudre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ένας κεραυνός χτύπησε το γέρικο δέντρο.

πέφτω

verbe transitif (foudre) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lorsque la foudre frappe un objet, la couleur de celui-ci peut être déterminée par la longueur des ondes qui s'en échappent.

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry a frappé à la porte.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Να χτυπήσεις συνθηματικά τρεις φορές για να ξέρω ότι είσαι εσύ.

επιτίθεμαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'armée frappa (or: attaqua) en pleine nuit. Les braqueurs de banque ont de nouveau frappé.

εκπλήσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mort de son cousin l'a frappé (or: stupéfié).

βάζω κτ να κρυώσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu devrais mettre le vin blanc au frais avant de le servir.
Θα πρέπει να βάλετε το άσπρο κρασί να κρυώσει πριν το σερβίρετε.

χτύπημα

verbe transitif ([qqn] ou [qch])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Greg était vraiment énervant à frapper ainsi sur sa batterie.
Το χτύπημα του Γκρεγκ σε εκείνο το ντραμ είναι πραγματικά εκνευριστικό.

ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'étais tellement furieux contre le paparazzi que je lui ai collé mon poing dans la figure.

χτυπάω

verbe transitif (une chose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a frappé le bureau du poing pour bien se faire entendre.
Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il frappa son frère dans le ventre avec son poing.
Χτύπησε τον αδερφό του στο στομάχι με τη γροθιά του.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un supporter a frappé l'arbitre à la tête avec sa chaise.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένα αυτοκίνητο με χτύπησε βγαίνοντας από το πάρκινγκ.

πλήττω, πατάσσω

verbe transitif (αρχαϊκός τύπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le garçon avait peur que Dieu ne le frappe pour avoir menti.

χτυπάω, κοπανάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω

(Marine, technique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλήττω, πατάσσω

verbe transitif (αρχαϊκός τύπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le jeune soldat fut frappé par la foudre de Zeus.

χτυπάω, χτυπώ

(στο κεφάλι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lors du match de base-ball, le coup de Derek a frappé Jérémy en plein dans la tête.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα μπέιζμπολ, η βολή του Ντέρεκ βρήκε τον Τζέρεμι κατακέφαλα.

χτυπάω, χτυπώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοπανώ

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Au début, les tambours frappent un rythme ; puis les autres musiciens s'y joignent progressivement.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily a frappé la balle très haut vers la gauche.

χτυπάω, βαράω, κοπανάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim m'a frappé derrière la tête avec le dos de sa main.
Ο Τζιμ με χτύπησε στο κεφάλι με το πίσω μέρος του χεριού του.

χτυπώ με ρόπαλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La victime a été frappée avec un objet lourd.

χτυπάω, χτυπώ

(une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rhonda tapait le derrière de son fils lorsqu'il disait des gros mots.

ρίχνω μπουκέτο σε κπ που τον κάνει να πέσει κάτω

(αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lorsqu'un membre de la foule lui a jeté un œuf, la femme politique s'est retournée pour le frapper.
Όταν κάποιος από το πλήθος έριξε ένα αυγό πάνω της, η πολιτικός γύρισε και του έριξε μια μπουνιά που τον έκανε να πέσει κάτω.

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Malgré ses supplications, elle continua à frapper.
Παρά τις παρακλήσεις του, αυτή συνέχισε να βαράει.

καρφώνω

verbe transitif (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le batteur a frappé la balle avec force.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (ελαφρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick a frappé son ami sur l'épaule.

πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ

verbe transitif

La pomme est tombée et a frappé le toit de la maison avant d'atterrir dans le jardin.

χτυπάω, χτυπώ, βαράω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Philip en avait assez des remarques cruelles d'Edward, alors il l'a frappé.

δέρνω, μαστιγώνω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les vagues frappaient le rivage.

ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ

verbe transitif (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle était tellement retournée par ce qu'il disait qu'elle l'a frappé à la tête.

ρίχνω, δίνω

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emma a frappé George à la bouche.
Η Έμμα έριξε μία στον Τζόρτζ ακριβώς στο στόμα.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pluie frappait la fenêtre.

ρίχνω, στέλνω

verbe transitif (με δυνατό χτύπημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah l'a frappée jusque dans les tribunes : c'est un home run !

δέρνω, χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James a frappé Tim au visage.

πλήττω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, δέρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταλανίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαστουκίζω

(με την παλάμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κύματα χτύπαγαν τα βράχια.

χτυπάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Λυδία χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να μπει μέσα.

σουτάρω

verbe transitif (Football) (για γκολ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a frappé trois pénalités durant le match.
Σούταρε τρία πέναλτι κατά τη διάρκεια του αγώνα.

πλήττω

verbe transitif (une ville,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ville a été frappée par la tempête mardi.

χτύπημα, πλήγμα

(ενέργεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu ne pourrais pas dire à tes amis qu'ils utilisent la sonnette ? Tous ces coups abîment la porte.

βαράω, κοπανάω

(un objet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter a enfoncé la porte et elle s'est ouverte brusquement.
Ο Πίτερ βάρεσε (or: κοπάνησε) την πόρτα και την άνοιξε διάπλατα.

χτυπάω, κοπανάω, βαράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα κύματα έδερναν την ακτή.

χτυπάω, χτυπώ

(Tennis, anglicisme) (δυνατά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vas-y, smashe !

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sans le faire exprès, le bambin a frappé sa baby-sitter avec son jouet.
Το μωρό κατά λάθος χτύπησε τη νταντά της με ένα παιχνίδι.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (επίμονα, συνεχόμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Χαλάζι χτυπούσε τα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le menuisier a donné un grand coup au clou avec le marteau.

έρχομαι σε επαφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

(une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le juge a condamné Willis à cinq ans de prison pour avoir frappé sa victime à coups de batte de base-ball.
Ο δικαστής καταδίκασε τον Γουίλις σε πέντε χρόνια φυλάκισης επειδή χτύπησε το θύμα του με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η θορυβώδης αίθουσα του δικαστηρίου ησύχασε όταν ο δικαστής χτύπησε το σφυρί.

μαστίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce pays a été rongé par le malheur.

γροθοκοπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tanner a boxé (or: frappé) le punching-ball de toutes ses forces.

βαράω, χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh a cogné (or: frappé) l'homme qui l'avait insulté à la mâchoire.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφορίζω, αναθεματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω με σπάθη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le soldat a sabré le prisonnier rapidement sans attendre d'explication.
Ο στρατιώτης χτύπησε γρήγορα τον φυλακισμένο με τη σπάθη χωρίς να περιμένει να του δώσει εξηγήσεις.

αναθεματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son divorce a frappé là où ça fait mal, c'est-à-dire son portefeuille.
Το διαζύγιο τον χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο του: το πορτοφόλι του.

επιτίθεμαι σε κπ

locution verbale

χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνη

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειροκροτάω, χειροκροτώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La foule a applaudi très fort à l'arrivée du groupe.
Το κοινό χειροκρότησε δυνατά όταν ανέβηκε στη σκηνή η μπάντα.

κλωτσάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le but est de frapper le ballon avec le pied et de l'envoyer dans le filet.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λάκτισε την μπάλα εκτός αγωνιστικού χώρου.

γρονθοκοπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gang le roua de coups et le laissa pour mort dans la rue.
Η συμμορία τον γρονθοκόπησε και τον άφησε στον δρόμο, θεωρώντας πως είναι νεκρός.

χτυπάω, βαράω, κοπανάω, δέρνω

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'étais régulièrement roué de coups quand j'étais écolier.

ραβδίζω, δέρνω, χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω λάθος

(Sports de balle)

χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les enfants tapaient dans leurs mains en rythme avec la musique.

χτυπάω (κάποιον) με την κάννη του όπλου

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοτώνω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fut frappé de poliomyélite à l'âge de cinq ans.

πετυχαίνω διάνα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'étendue du problème de poids de Ruth l'a vraiment frappée quand elle a vu une photo d'elle lors d'une soirée.

χτυπάω κπ σε κτ

Tom frappa Pete dans le ventre.

συγκρούομαι με, πέφτω πάνω σε

verbe transitif (véhicule)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sous l'effet de l'alcool, il a quitté la route et a frappé un arbre de plein fouet.

χτύπημα των χεριών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le fermier appela son chien en tapant une fois dans ses mains.
Ο αγρότης φώναξε τον σκύλο του με ένα χτύπημα των χεριών.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je lui ai accidentellement cogné la tête avec ma pelle.
Τον χτύπησα κατά λάθος στο κεφάλι με το φτυάρι μου.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(Base-ball, anglicisme)

χειροκροτώ

locution verbale (ως επιδοκιμασία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπάω κπ με κτ, χτυπώ κπ με κτ

Le petit frère de Brian l'a frappé avec une crosse de hockey.

ρυθμικό χειροκρότημα

κλωτσάω, κλωτσώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Halley a tapé dans le ballon depuis le milieu de terrain.
Ο Χάλεϊ κλώτσησε την μπάλα μέχρι τη μέση του γηπέδου.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπώ στο κεφάλι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(une personne) (κάτι/κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπαθώ να χτυπήσω κπ, αποπειρώμαι να χτυπήσω κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σουτάρω

(ποδόσφαιρο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Au rugby, on peut s'envoyer le ballon à la main ou frapper avec le pied.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μπορεί να σουτάρει με ακρίβεια και με τα δύο πόδια.

σφυροκοπώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Des heures durant, le forgeron frappait à coups de marteau sur le morceau d'acier.

επιτίθεμαι με κοντάρι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le chevalier éperonna son cheval et frappa son adversaire d'un coup de lance.

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

(à une porte) (κάτι, σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στέλνω

(Sports : balle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ronaldo a frappé le ballon aussi fort que possible et a marqué.

ρίχνω με ευθεία βολή

locution verbale (Base-ball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a frappé un coup en flèche vers le centre avant d'atteindre la première base.
Έριξε τη μπάλα με ευθεία βολή στο κέντρο και πήγε στην πρώτη βάση.

χτυπάω, χτυπώ

(με κάτι βαρύ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il frappa l'animal avec un gourdin (or: avec une massue).

σφραγίζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
À l'aide de sa bague, le roi frappa l'ordre de son sceau.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του frapper στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του frapper

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.