Τι σημαίνει το fondamentale στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fondamentale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fondamentale στο Ιταλικό.

Η λέξη fondamentale στο Ιταλικό σημαίνει θεμελιώδης, βασικός, θεμελιώδης, βασικός, ουσιαστικός, κύριος, αποφασιστικής σημασίας, μνημειώδης, βασικός, θεμελιώδης, πρωταρχικός, βασικός, κύριος, καίριας σημασίας, απαραίτητος, αναγκαίος, βασικός, κύριος, πρωταρχικός, βασικός, ουσιώδης, στοιχειώδης, απαραίτητος, αναγκαίος, πρωταρχικός, βασικός, ζωτικής σημασίας, κρίσιμης σημασίας, επιδραστικός, κρίσιμος, επιτακτικός, καθοριστικός, στοιχειώδης, βασικός, καίριος, κεντρικός, κρίσιμος, αποφασιστικός, υψίστης σημασίας, κύριος, βασικός, καίριος, καθοριστικός, πρωταρχικός, βασικός, ουσιαστικός, ουσιώδης, βασικά, μη βασικός, ριζικά, κρίσιμα, καίρια, ζωτικά, Ο χρόνος είναι χρήμα., βασική θεωρία, στοιχείο κλειδί, κομμάτι κλειδί, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα, βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας, βασική δεξιότητα, ο πρώτος μεσημβρινός, μάθημα κορμού, απαραίτητος, αναγκαίος, ουσιώδης, ορόσημο, που παίζει ουσιαστικό ρόλο, που συμβάλλει ουσιαστικά, που παίζει ουσιαστικό ρόλο, κατάσταση ελάχιστης ενέργειας, το σημαντικότερο στοιχείο, το βασικότερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fondamentale

θεμελιώδης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il regime non mostra alcun rispetto per i diritti fondamentali dell'uomo.
Το καθεστώς δεν δείχνει κανέναν σεβασμό για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

βασικός, θεμελιώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leggere e scrivere sono delle abilità basilari.
Η ανάγνωση και η γραφή είναι βασικές ικανότητες.

βασικός, ουσιαστικός, κύριος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo scopo fondamentale di una vacanza è il relax.
Ο βασικός στόχος των διακοπών είναι να χαλαρώσεις.

αποφασιστικής σημασίας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Il fatto che tu arrivi puntuale alla riunione è fondamentale se vogliamo ottenere un buon accordo.
Το πρώτο εικοσιτετράωρο μετά την εγχείρηση είναι κρίσιμο για την εξέλιξη της υγείας του ασθενούς.

μνημειώδης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sposarsi è una tappa fondamentale.

βασικός, θεμελιώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρωταρχικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I bisogni primari degli esseri umani sono il cibo e un riparo.

βασικός, κύριος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La regola fondamentale è che non si deve mai essere in ritardo.

καίριας σημασίας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ο Νταν είναι σημαντικότατος για την επιτυχία της εταιρείας.

απαραίτητος, αναγκαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ti renderai conto che una torcia nel cottage è indispensabile.
Θα δεις ότι ένας φακός είναι απαραίτητος (or: αναγκαίος) στο εξοχικό σπιτάκι.

βασικός, κύριος, πρωταρχικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'idea principale è buona, ma dobbiamo cambiare alcuni dettagli.
Η βασική ιδέα είναι καλή, αλλά πρέπει να αλλάξουμε κάποιες λεπτομέρειες.

βασικός, ουσιώδης, στοιχειώδης, απαραίτητος, αναγκαίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Porta solo le provviste essenziali. È essenziale che siate presenti a questa riunione.
Παρακαλώ να φέρετε μόνο τις απολύτως απαραίτητες προμήθειες.

πρωταρχικός, βασικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nostra preoccupazione principale è il benessere dei nostri dipendenti.
Η βασική μας ανησυχία είναι η υγεία των υπαλλήλων μας.

ζωτικής σημασίας, κρίσιμης σημασίας

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
La studentessa chiese alla biblioteca di ordinare il libro, poiché era essenziale per il suo tema.
Η φοιτήτρια ζήτησε από τη βιβλιοθήκη να παραγγείλει το βιβλίο, καθώς ήταν ζωτικής σημασίας για την εργασία της.

επιδραστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo influente articolo è stato citato migliaia di volte.
Το επιδραστικό δοκίμιό της έχει χρησιμοποιηθεί ως βιβλιογραφική αναφορά χιλιάδες φορές.

κρίσιμος

aggettivo (πολύ σημαντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nel vostro rapporto avete omesso informazioni fondamentali.
Παρέλειψες κρίσιμες πληροφορίες από την αναφορά σου.

επιτακτικός

(πριν από ουσιαστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È necessario che ci chiamiate appena arrivate.
Είναι επιτακτική ανάγκη να μας καλέσεις αμέσως μόλις φτάσεις.

καθοριστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il momento decisivo della partita è arrivato nell'ultimo tempo.
Το καθοριστικό σημείο του αγώνα ήταν στο τελευταίο τέταρτο.

στοιχειώδης, βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questi sono i componenti elementari di un circuito elettrico.

καίριος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κεντρικός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo ruolo fu essenziale nel raggiungimento dell'accordo.

κρίσιμος, αποφασιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un momento cruciale per la squadra olimpica serba.
Είναι μια κρίσιμη στιγμή για την Ολυμπιακή ομάδα της Σερβίας.

υψίστης σημασίας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Fornire acqua potabile pulita alla zona del disastro è di primaria importanza.

κύριος, βασικός

(discorso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η κύρια ομιλία δόθηκε από έναν διάσημο γλωσσολόγο.

καίριος, καθοριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il tuo lavoro in questa azienda è determinante.

πρωταρχικός, βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ουσιαστικός, ουσιώδης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è stato un cambiamento sostanziale nelle abitudini delle persone negli ultimi decenni.

βασικά

(figurato: parte importante)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μη βασικός

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ριζικά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κρίσιμα, καίρια, ζωτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ο χρόνος είναι χρήμα.

verbo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βασική θεωρία

στοιχείο κλειδί, κομμάτι κλειδί

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Un catalogo di facile consultazione è l'elemento fondamentale di una buona biblioteca.

βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό

sostantivo femminile

Una caratteristica fondamentale del nuovo sistema sarà un database onnicomprensivo e accessibile a tutti.

σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα

sostantivo femminile

βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας

Dobbiamo concordare alcune regole di base prima di qualsiasi ulteriore passo. Niente fumo in camera tua: questa è una regola di base.

βασική δεξιότητα

sostantivo femminile

ο πρώτος μεσημβρινός

sostantivo maschile (di Greenwich)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μάθημα κορμού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απαραίτητος, αναγκαίος, ουσιώδης

aggettivo (για κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un'atmosfera contenente ossigeno è essenziale per la sopravvivenza della vita umana.
Μια ατμόσφαιρα που περιέχει οξυγόνο είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής.

ορόσημο

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο γάμος του Μπεν ήταν ένα ορόσημο στη ζωή του.

που παίζει ουσιαστικό ρόλο, που συμβάλλει ουσιαστικά

(σε κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il soprano era fondamentale per l'opera.

που παίζει ουσιαστικό ρόλο

(στο να γίνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mia zia fu determinante per farmi avere l'appuntamento.

κατάσταση ελάχιστης ενέργειας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το σημαντικότερο στοιχείο, το βασικότερο

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fondamentale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.