Τι σημαίνει το fila στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fila στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fila στο ισπανικά.
Η λέξη fila στο ισπανικά σημαίνει ουρά, σειρά, σειρά, γραμμή, σειρά, σειρά, σειρά, ουρά, σειρά, γραμμή, σειρά αλυσοδεμένων ..., σειρά, ουρά, σειρά, -φιλος, γραμμή, σχηματίζω ουρά, προσπερνώ την ουρά, ευθυγραμμίζω, βάζω σε ευθεία γραμμή, βάζω στην σειρά, κερκίδα, δεύτερης διαλογής, εφ'ενός ζυγού, διαδοχικά, από άκρη σε άκρη, με σειρά, συσσίτιο, δίπλα στην αρένα, κοντά στην αρένα,ρίνγκ, ρυθμικός βηματισμός σε σφιχτή διάταξη, εφ'ενός ζυγού, ουρά για το φαγητό, ύψος γραμμής, μπαίνω στην ουρά, μπαίνω στη σειρά, έχω την καλύτερη θέση, έχω την καλύτερη θέα, περιμένω στην ουρά, μπαίνω στην ουρά, διπλοπαρκάρω, περιμένω στην ουρά, βάζω σε σειρά, βάζω ανά διαστήματα, δίπλα στην αρένα, στο ρίνγκ, σημειωτόν, δυάδες, προχωρώ,πηγαίνω μπροστά, μπαίνω στη σειρά, μετακινώ κτ προς τα εμπρός, έχω σειρά, παρατάσσομαι, περπατώ σε σειρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fila
ουρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Había grandes filas en las cajas del supermercado. Είχε μεγάλη ουρά στα ταμεία του σούπερ μάρκετ. |
σειράnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tenemos boletos en la quinta fila. Βρήκαμε εισιτήρια στην πέμπτη σειρά. |
σειράnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los chicos estaban sentados delante en fila. Τα παιδιά καθόντουσαν σε σειρές στο μπροστινό τμήμα του δωματίου. |
γραμμήnombre femenino (juego de las damas) (ντάμα, παιχνίδι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El objetivo es conseguir llegar a la última fila del oponente. |
σειράnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La tabla tiene cuatro filas de datos. |
σειρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Por favor pon estos libros en orden, empezando por esta fila. Θα μπορούσες σε παρακαλώ να βάλεις αυτά τα βιβλία σε τάξη ξεκινώντας με αυτήν εδώ τη σειρά; |
σειρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ουρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Había una larga fila de vehículos esperando para abordar el transbordador. |
σειρά, γραμμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Por favor, por seguridad caminen en una fila. |
σειρά αλυσοδεμένων ...(ζώων, σκλάβων κλπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σειρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Plantó una hilera de patatas en el jardín. Φύτεψε μια σειρά πατάτες στον κήπο. |
ουρά, σειρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La cola de las entradas era tan larga que nos fuimos a otro sitio. Η ουρά (or: σειρά) για τα εισιτήρια ήταν πολύ μεγάλη κι έτσι πήγαμε κάπου αλλού. |
-φιλοςsufijo |
γραμμήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los soldados más jóvenes a menudo acaban en primera línea en la guerra. Οι πιο νέοι στρατιώτες συχνά καταλήγουν στην πρώτη γραμμή του πολέμου. |
σχηματίζω ουρά
|
προσπερνώ την ουρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ευθυγραμμίζω, βάζω σε ευθεία γραμμή, βάζω στην σειρά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερκίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los hinchas de fútbol animaban a sus equipos desde las gradas. |
δεύτερης διαλογής(peyorativo, formal) (κακής ποιότητας) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) La película era de de calidad inferior, la actuación era mala y los efectos especiales no eran convincentes. |
εφ'ενός ζυγού
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los caballos caminaron en fila india por el estrecho sendero. |
διαδοχικάlocución adverbial (infml) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Subieron la escalera en fila india, de uno en uno. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι φοιτητές στέκονται διαδοχικά για να παραλάβουν τα διπλώματά τους. |
από άκρη σε άκρηlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si pusiéramos los asientos en fila, abarcarían 54 kilómetros. |
με σειράlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fue acomodando las piedritas en fila, formando una línea que separaba los dos sectores. |
συσσίτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δίπλα στην αρένα, κοντά στην αρένα,ρίνγκ(πυγμαχία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρυθμικός βηματισμός σε σφιχτή διάταξηlocución nominal femenina (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εφ'ενός ζυγούnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ουρά για το φαγητόlocución nominal femenina (PR) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ύψος γραμμήςnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Para que los números de la tabla se vean mejor, debes aumentar la altura de la fila. |
μπαίνω στην ουρά, μπαίνω στη σειρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todos hicimos cola para subir a la montaña rusa. |
έχω την καλύτερη θέση, έχω την καλύτερη θέα(κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El chico del agua tiene una ubicación privilegiada en el partido de fútbol. |
περιμένω στην ουράlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tendrán que hacer fila hasta que los atiendan. |
μπαίνω στην ουρά
|
διπλοπαρκάρωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No había lugar para estacionar así que tuve que estacionar en doble fila. |
περιμένω στην ουρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tendrás que hacer cola y esperar tu turno como todos los demás. Πρέπει να περιμένετε στην ουρά τη σειρά σας, όπως όλοι οι άλλοι. |
βάζω σε σειρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El profesor formó a todos sus alumnos en una fila antes de llevarlos al recreo. Η δασκάλα έβαλε στη σειρά τους μαθητές πριν τους βγάλει έξω για διάλειμμα. |
βάζω ανά διαστήματαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίπλα στην αρένα, στο ρίνγκlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Καθήσαμε δίπλα στο ρινγκ, είδαμε το ματς από πολύ κοντά. |
σημειωτόνlocución adverbial (πολύ αργά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) no vayas por el centro a esa hora, los autos avanzan en fila india y a paso de hombre. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα αυτοκίνητα πήγαιναν σημειωτόν. |
δυάδεςlocución nominal femenina (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Fórmense en una fila de a dos chicos, por favor. |
προχωρώ,πηγαίνω μπροστάlocución verbal (literal) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por favor dejen que las mujeres y los niños se pongan en primera fila. Σας παρακαλώ, αφήστε τις γυναίκες και τα παιδιά να πάνε μπροστά στη σειρά. Απλά κάνε κλικ σε μια καρτέλα για να κάνεις ένα άλλο παράθυρο να πάει μπροστά. |
μπαίνω στη σειρά(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Te quieres vengar de él? ¡Espera tu turno! |
μετακινώ κτ προς τα εμπρός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Para dar salida al material en stock, pon adelante los productos más antiguos, y detrás los más nuevos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα μπορούσες να μετακινήσεις τις κονσέρβες που κοντεύουν να λήξουν προς τα εμπρός; |
έχω σειρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Carrie es la que sigue para el trabajo, ya que ha trabajado en el equipo más que nadie. |
παρατάσσομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por favor, hagan fila aquí y os veremos de uno en uno. Παραταχθείτε εδώ και θα σας δούμε έναν-έναν. |
περπατώ σε σειρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los estudiantes obedientemente entraron en fila al aula, uno por uno. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fila στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του fila
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.