Τι σημαίνει το formar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης formar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του formar στο ισπανικά.

Η λέξη formar στο ισπανικά σημαίνει σχηματίζω, σχηματίζω, σχηματίζω, διαμορφώνω, παρατάσσω, συντάσσω, δομώ, αποτελώ, παράγω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, αναθρέφω, ανατρέφω, διαπλάθω, διαμορφώνω, συνιστώ, διαμορφώνω, εκπαιδεύομαι, συντάσσομαι, στοιχίζομαι, ευθυγραμμίζομαι, συμμετέχω, σχηματίζω ουρά, ανακατεύομαι, ενώνομαι, κυματίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, ενισχύω, σχηματίζω σταγόνες, σκληραίνω, συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ, αποτελώ κομμάτι του, είμαι μέρος του, ανήκω σε κτ, κάνω οικογένεια, σχηματίζω πυρήνα, μαζεύομαι, γίνομαι ένα, μπαίνω σε κτ, συνεργάζομαι με κπ/κτ, αποτελώ τη βάση, αποτελώ το θεμέλιο, βάζω σε σειρά, συμμετέχω σε κτ, συμμετέχω σε κτ, συμμετέχω σε κτ, χωρίζομαι σε ζευγάρια, κλείνω, κινούμαι σε κοπάδι, δημιουργώ κυματάκια σε κτ, σχηματίζω αποικία, σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ, αναπτύσσομαι στο μπροστινό μέρος, σχηματίζω λίμνη, εργάζομαι, δουλεύω, συνασπίζομαι, εμφανίζομαι, ανυψώνομαι, σχηματίζομαι, σκληραίνω, σχηματίζω φωτοστέφανο, ανήκω, δίνω στρογγυλό σχήμα, βάζω στην ίδια ομάδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης formar

σχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Formas el plural agregando una "s".

σχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Formaron un sindicato.

σχηματίζω, διαμορφώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leanne siempre forma sus propios juicios muy rápidamente.
Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα.

παρατάσσω, συντάσσω

verbo transitivo (tropas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El general formó a sus tropas en anticipación a la batalla.

δομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los estudiantes aprendieron a construir oraciones efectivas.

αποτελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El reparto estaba constituido por principiantes.
Το καστ αποτελούταν από ερασιτέχνες.

παράγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La fábrica produce 20.000 cepillos de dientes por día.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los perros hicieron un gran barullo en la calle.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

αναθρέφω, ανατρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres de Nelly la criaron para ser una dama.
Οι γονείς της Νέλι την ανέθρεψαν να γίνει μια σωστή κυρία.

διαπλάθω, διαμορφώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fue el tiempo en la escuela en el extranjero el que moldeó su carácter.
Ήταν η περίοδος στο οικοτροφείο που διαμόρφωσε το χαρακτήρα του.

συνιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los estados que constituyen este país tienen cada uno su propia cultura.
Το κάθε ένα κρατίδιο που απαρτίζει αυτή τη χώρα έχει τον δικό του πολιτισμό.

διαμορφώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es importante forjar lazos con la que gente que te rodea.

εκπαιδεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fue formada en una de los mejores colegios.

συντάσσομαι, στοιχίζομαι, ευθυγραμμίζομαι

(militar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συμμετέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ven al ensayo esta noche si te gustaría participar.
Έλα μαζί μας στην πρόβα απόψε αν θέλεις να συμμετάσχεις.

σχηματίζω ουρά

ανακατεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jess le envió un correo a la organización benéfica para saber cómo podía involucrarse.

ενώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los habitantes del pueblo se unieron para luchar contra la plaga de insectos.

κυματίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El agua ondeaba a medida que el barco avanzaba.
Το νερό έκανε κυματάκια (or: σχημάτιζε κυματάκια) καθώς περνούσε το σκάφος.

στηρίζω, υποστηρίζω, ενισχύω

(argumento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su conclusión es apoyada por la evidencia.
Τα συμπεράσματά του ενισχύονται από αδιάσειστες αποδείξεις.

σχηματίζω σταγόνες

(formal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El sudor perlaba la nariz y la frente del bailarín.
Ο ιδρώτας σχημάτισε σταγόνες πάνω στη μύτη και τα φρύδια του χορευτή.

σκληραίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La piel en carne viva encallecerá pronto.

συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ

El sindicato hizo causa común con (or: formó causa común con) el Gobierno para evitar que la fábrica se trasladara.

αποτελώ κομμάτι του, είμαι μέρος του

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Nuestro Sistema Solar forma parte de la galaxia que llamamos Vía Láctea.

ανήκω σε κτ

Él era parte del equipo de fútbol de su escuela.

κάνω οικογένεια

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχηματίζω πυρήνα

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαζεύομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los pingüinos a veces forman un grupo para compartir el calor corporal.

γίνομαι ένα

(μεταφορικά: ένωση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Vierte el líquido sobre los ingredientes secos hasta que formen una masa.

μπαίνω σε κτ

Ella siempre intenta meterse en todas las movidas.

συνεργάζομαι με κπ/κτ

Los Estados Unidos hicieron equipo con la Gran Bretaña para vencer a Alemania en la segunda guerra mundial.

αποτελώ τη βάση, αποτελώ το θεμέλιο

(μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Sus ideas sobre el creacionismo son la base de sus argumentos.

βάζω σε σειρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El profesor formó a todos sus alumnos en una fila antes de llevarlos al recreo.
Η δασκάλα έβαλε στη σειρά τους μαθητές πριν τους βγάλει έξω για διάλειμμα.

συμμετέχω σε κτ

Deberías formar parte de más clubs en tu universidad.
Θα έπρεπε να συμμετέχεις σε περισσότερες λέσχες στο πανεπιστήμιο.

συμμετέχω σε κτ

locución verbal

Es una empleada bastante tímida, generalmente no toma parte en las fiestas de la oficina.
Καθώς ήταν μια πολύ ήσυχη εργαζόμενη, δε συμμετείχε συχνά στις γιορτές του γραφείου.

συμμετέχω σε κτ

locución verbal

Queremos que todo el personal del departamento de producción tome parte en el proyecto.
Θέλουμε να συμμετάσχει όλο το τμήμα παραγωγής σε αυτό το πρότζεκτ.

χωρίζομαι σε ζευγάρια

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bueno gente, formen pareja y empiecen el ejercicio por favor.

κλείνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La herida formará costra en uno o dos días.
Η πληγή θα κλείσει σε μια - δυο μέρες.

κινούμαι σε κοπάδι

locución verbal (για ψάρια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημιουργώ κυματάκια σε κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una brisa suave formaba olas en la superficie del estanque.

σχηματίζω αποικία

locución verbal

La bacteria sorprendió a los científicos formando una colonia.

σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Unos majestuosos olmos se arqueaban sobre el bulevar.
Οι επιβλητικές φτελιές σχημάτιζαν αψίδα πάνω από τη λεωφόρο.

αναπτύσσομαι στο μπροστινό μέρος

locución verbal (verdura de hoja)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta lechuga forma cogollo temprano.

σχηματίζω λίμνη

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La leche derramada está formando un charco en la cocina.

εργάζομαι, δουλεύω

locución verbal (σε πλοίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jorge nunca había formado parte de una tripulación en un barco carguero.

συνασπίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las naciones se aliaron para protegerse entre ellas de una invasión.

εμφανίζομαι, ανυψώνομαι, σχηματίζομαι

locución verbal (με σχήμα μανιταριού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se formó un hongo donde había caído la bomba.

σκληραίνω

(στην επιφάνεια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los conejos pueden saltar sobre la nieve cuando esta ha formado una costra.

σχηματίζω φωτοστέφανο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανήκω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estas tareas pertenecen a nuestro ministerio.

δίνω στρογγυλό σχήμα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Forma un pastel con la mezcla y ponlo con cuidado sobre la mesa.
Δώστε μορφή δίσκου στο εκρηκτικό μείγμα και τοποθετήστε το προσεκτικά πάνω στο τραπέζι.

βάζω στην ίδια ομάδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Ojalá no hubiesen formado equipo con Rob y conmigo! ¡Es tan lento!
Μακάρι να μη με είχαν κάνει ζευγάρι με τον Ρομπ. Είναι τόσο αργός!

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του formar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του formar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.