Τι σημαίνει το festa στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης festa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του festa στο Ιταλικό.

Η λέξη festa στο Ιταλικό σημαίνει πάρτι, πάρτυ, αργία, γιορτή, πάρτι, πάρτυ, πανδαισία, συγκέντρωση, ρεπό, shower, συγκέντρωση, συνάντηση, πάρτι, πάρτυ, πάρτυ, εορτασμός, φιέστα, εορταστικές εκδηλώσεις, πάρτυ, πάρτι, φιλική συγκέντρωση, πάρτυ, πάρτι, φεστιβάλ, γιορτή, γιορτή, φεστιβάλ, γιορτή, έκθεση, παιδιαρίζω, παίζω, πανηγύρι, εορταστικός, γιορτινός, καλοντυμένος, περιποιημένος, πανηγύρι, παζάρι, γιορτή για καλορίζικα σπιτιού, χορός μασκέ, διασκέδαση, γαϊτανάκι, πάρτυ στη γειτονιά, πάρτυ μεταμφιεσμένων, εκδήλωση στην οποία σερβίρονται ψάρια, εορτασμός τέλους σοδειάς, εορτασμός τέλους σοδειάς, μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ, γαμήλια δεξίωση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πάρτι γενεθλίων, η Γιορτή του Πατέρα, ημέρα των εργατών, γιορτή της μητέρας, εθνική αργία, αργία, αποχαιρετιστήριο πάρτι, αποχαιρετιστήριο πάρτυ, γιορτή για τη συνταξιοδότηση, πυτζάμα πάρτι, πιτζάμα πάρτι, -, τα καλά μου, πάρτι για το νέο σπίτι, πάρτι Χριστουγέννων, εθνική αργία, επίσημη αργία, γιορτή αφιερωμένη στον αρχάγγελο Μιχαήλ, πάρτυ σε πισίνα, πάρτι σε πισίνα, ημέρα εορτασμού κάποιου αγίου, χρόνος για μένα, χρόνος για τον εαυτό μου, καλά ρούχα, κάνω γιορτή, γιορτάζω, γλεντάω, γλεντώ, καταχαίρομαι με κτ, εμπόδιο, συγκέντρωση μόνο για γυναίκες, ξενέρωμα, πάρτι, πάρτι στον κήπο, πάρτυ-έκπληξη, απολαμβάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης festa

πάρτι, πάρτυ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Darò una festa stasera.
Το βράδυ θα κάνω πάρτι.

αργία

sostantivo femminile (επίσημη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In ufficio non ci sarà nessuno nei giorni della Festa del Presidente.
Κανείς δε θα είναι στο γραφείο κατά την αργία της Ημέρας του Προέδρου.

γιορτή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πάρτι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πάρτυ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πανδαισία

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il banchetto era una festa sia per gli occhi che per lo stomaco.
Η τελευταία του ταινία είναι μια οπτική πανδαισία. Ο μπουφές ήταν μια πανδαισία για τα μάτια και το στομάχι.

συγκέντρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Venerdì diamo una piccola festa, se vuoi fare un salto.
Θα κάνουμε μια μικρή μάζωξη την Παρασκευή άμα θέλεις να έρθεις.

ρεπό

(dal lavoro)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Lavoriamo di sabato e domenica, e siamo in festa il martedì e il mercoledì.

shower

sostantivo femminile (σπάνιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le sue amiche le hanno organizzato una festa per il bambino quando era incinta di sei mesi.
Οι φίλες της, της έκαναν baby shower όταν ήταν έξι μηνών έγκυος.

συγκέντρωση, συνάντηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è una festa di beneficenza al municipio. Vuoi andare?

πάρτι, πάρτυ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πάρτυ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εορτασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φιέστα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εορταστικές εκδηλώσεις

πάρτυ, πάρτι

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ieri siamo andati a una festa a casa di Mario. La notte scorsa non sono riuscito a dormire perché i nostri vicini hanno fatto una festa con molto rumore.

φιλική συγκέντρωση

sostantivo femminile (evento a casa di [qlcn]) (στο σπίτι)

Da quando è nato il figlio, non hanno fatto molte feste.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η φιλοξενία είναι τέχνη που απαιτεί κόπο, αλλά προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση.

πάρτυ, πάρτι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ho saputo che ci sarà una grande festa per l'ottantesimo compleanno della nonna.
Ακούω πως θα γίνει ένα μεγάλο πάρτυ για να γιορτάσουμε τα 80ά γενέθλια της Γιαγιάς.

φεστιβάλ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γιορτή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γιορτή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia festa di laurea è stata molto animata ed è durata tutta la notte.
Ο εορτασμός της αποφοίτησής μου ήταν ένα κεφάτο πάρτυ που διήρκεσε όλη τη νύχτα.

φεστιβάλ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La festa ha proprio ravvivato il quartiere.
Το φεστιβάλ πραγματικά ζωντάνεψε τη γειτονιά.

γιορτή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έκθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sei andato alla fiera del libro al convention centre l'anno scorso?
Πήγες στην έκθεση βιβλίου στο συνεδριακό κέντρο πέρσι;

παιδιαρίζω, παίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli amici scorrazzarono e goderono della reciproca compagnia alla festa.

πανηγύρι

(εορτασμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εορταστικός, γιορτινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλοντυμένος, περιποιημένος

(colloquiale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Perché sei tutta in tiro? C'è una festa?
Γιατί τόσο καλοντυμένος; Γίνεται κάποιο πάρτι;

πανηγύρι, παζάρι

sostantivo femminile (υπαίθρια γιορτή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La festa all'aperto dovette essere spostata all'interno quando minacciò di piovere.

γιορτή για καλορίζικα σπιτιού

sostantivo femminile (di una nuova casa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli Hudson fecero una festa di inaugurazione grandiosa quando si trasferirono nella nuova casa.

χορός μασκέ

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Io e i miei amici siamo andati a comprare dei costumi per l'annuale festa in maschera.

διασκέδαση

verbo transitivo o transitivo pronominale (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Devi crescere e smettere di fare festa.

γαϊτανάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάρτυ στη γειτονιά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alle feste di quartiere si incontrano spesso molti amici.

πάρτυ μεταμφιεσμένων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Per Halloween i bambini di norma si mettono dei costumi per le feste in maschera.
Τα παιδιά ντύνονται στη γιορτή του Halloween και πηγαίνουν σε πάρτυ μεταμφιεσμένων.

εκδήλωση στην οποία σερβίρονται ψάρια

(evento culinario tipico degli USA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nostra chiesa sta organizzando una festa del pesce fritto questo venerdì.

εορτασμός τέλους σοδειάς

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La festa del raccolto è una tradizione popolare presente in tutte le culture.

εορτασμός τέλους σοδειάς

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al termine della raccolta, i contadini celebrano la festa del raccolto.

μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sara ha inviato dieci tra le sue migliori amiche alla sua festa di addio al nubilato.

γαμήλια δεξίωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Barry e Tracy hanno fatto la loro festa di matrimonio al pub di quartiere.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile

Jana dovette lasciare presto la festa dedicata al nascituro per andare in ospedale.

πάρτι γενεθλίων

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ai bambini piace organizzare una festa di compleanno e invitare tutti i loro amici.

η Γιορτή του Πατέρα

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Quest'anno la festa del papà cade di domenica 21 giugno. Per la festa del papà cerco sempre di chiamare mio padre.

ημέρα των εργατών

sostantivo femminile (primo maggio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nella festa del lavoro, tutti stanno in ferie.

γιορτή της μητέρας

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Che giorno cade la festa della mamma quest'anno?

εθνική αργία

sostantivo femminile (giorno di festa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giorno di Natale è festa nazionale in molti paesi.

αργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il 4 luglio è festa nazionale negli Stati Uniti. Il 5 ottobre è festa nazionale in alcuni stati dell'Australia, ma non in tutti.
Η 4η Ιουλίου είναι αργία στις Ηνωμένες Πολιτείες.

αποχαιρετιστήριο πάρτι, αποχαιρετιστήριο πάρτυ

Organizzarono una festa d'addio per Helen visto che se ne andava dall'azienda.

γιορτή για τη συνταξιοδότηση

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πυτζάμα πάρτι, πιτζάμα πάρτι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

-

sostantivo femminile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Χρησιμοποιείται ο όρος bridal shower.

τα καλά μου

sostantivo maschile (ρούχα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάρτι για το νέο σπίτι

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάρτι Χριστουγέννων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εθνική αργία, επίσημη αργία

sostantivo femminile

γιορτή αφιερωμένη στον αρχάγγελο Μιχαήλ

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πάρτυ σε πισίνα, πάρτι σε πισίνα

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ημέρα εορτασμού κάποιου αγίου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χρόνος για μένα, χρόνος για τον εαυτό μου

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καλά ρούχα

sostantivo plurale maschile (καθομιλουμένη)

κάνω γιορτή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Darò una festa per il mio compleanno.

γιορτάζω, γλεντάω, γλεντώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mangiate, bevete e fate festa, perché domani dobbiamo andare in guerra.

καταχαίρομαι με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (καθομιλουμένη)

Il ragazzino fece festa per la rara lode dell'insegnante severo.

εμπόδιο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I temporali improvvisi possono rovinare la festa alla corsa di domani.
Οι ισχυρές βροχοπτώσεις ενδέχεται να αποτελέσουν εμπόδιο για την πραγματοποίηση του πρωινού αγώνα.

συγκέντρωση μόνο για γυναίκες

sostantivo femminile (ΗΠΑ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξενέρωμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La festa è stata rovinata quando Paolo è caduto e si è ferito.

πάρτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάρτι στον κήπο

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάρτυ-έκπληξη

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απολαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Victoria e i suoi amici hanno fatto baldoria per ore durante il festival.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του festa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.