Τι σημαίνει το fascia στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fascia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fascia στο Ιταλικό.

Η λέξη fascia στο Ιταλικό σημαίνει κορδέλα, κορδέλα, λωρίδα, λουρίδα, φάσια, δένει στο λαιμό, κορδέλα, πλεκτό κορδόνι, κομμάτι ύφασμα, περικάρπιο, κατηγορία, διάγραμμα, ιμάντας, φάκελος στήριξης, φάκελος ανάρτησης, ζώνη υφάσματος, τυλίγω, φασκιώνω, τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω, τυλίγω, δένω, δένω, τυλίγω, δένω, επιδένω, τυλίγω, δένω κτ με κτ, τυλίγω κτ με κτ, σαβανώνω, δένω, ζωφόρος, διακοσμητική ταινία, πολυτελής, ακριβός, με λευκά πλαϊνά, ακριβός, περιβραχιόνιο, κορδέλα, εσωτερική ταινία καπέλου, κορδέλα, κασκόλ λαιμός, ζωνάρι, αντιπυρική ζώνη, στρατιωτική γκέτα, ηλικιακή ομάδα, εύκρατη ζώνη, φορολογική κλίμακα, μισθολογική κλίμακα, εισοδηματική τάξη, βαλτότοπος, ζώνη αστεροειδών, κυμαίνομαι, ακριβός, ηλικιακό εύρος, η ζώνη της Χρυσομαλλούσας, μαύρα, που απευθύνεται σε ευκατάστατους ανθρώπους, που απευθύνεται σε λίγους, εξωστοματικό τόξο, το όριο των 9 μ.μ., δακτύλιος εμβόλου, κενό, ομάδα ηλικιών, μπρατσάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fascia

κορδέλα

sostantivo femminile (από ύφασμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia fascia impedisce al sudore di colarmi in viso.

κορδέλα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua camicetta aveva una fascia che continuava a cascare.

λωρίδα, λουρίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si è legato una fascia di cotone intorno al braccio per fermare il sangue.
Έδεσε μια λωρίδα (or: λουρίδα) βαμβακερού υφάσματος στο μπράτσο του για να σταματήσει την αιμορραγία.

φάσια

sostantivo femminile (biologia)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il diagramma mostra la fascia, il tessuto sottocutaneo e il muscolo.

δένει στο λαιμό

sostantivo femminile (vestito con scollatura) (το ρούχο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κορδέλα

sostantivo femminile (del vincitore)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La vincitrice ha corso intorno al campo con la sua fascia rossa indosso.
Η νικήτρια έτρεξε γύρω από το γήπεδο φορώντας την κόκκινη κορδέλα της.

πλεκτό κορδόνι

sostantivo femminile

Il vestito di seta della regina era decorato con fasce dorate.
Το μεταξωτό φόρεμα της βασίλισσας είχε χρυσό πλεκτό κορδόνι στην άκρη.

κομμάτι ύφασμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harry bendò la sua caviglia con una fascia di garza.

περικάρπιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατηγορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ci sono dieci concorrenti nel gruppo 12-14 anni.
Στην ηλικιακή κατηγορία δώδεκα με δεκατέσσερα, υπάρχουν δέκα αντίπαλοι.

διάγραμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nel girone sono indicate le squadre che si affronteranno.
Το διάγραμμα αγώνων δείχνει ποια ομάδα θα παίξει με ποια.

ιμάντας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una banda in cuoio avvolgeva il volano.

φάκελος στήριξης, φάκελος ανάρτησης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Anthony si è rotto il braccio e deve indossare una fascia.
Ο Άντονυ έσπασε το χέρι του και πρέπει να φορά έναν φάκελο στήριξης.

ζώνη υφάσματος

sostantivo femminile (ραπτική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τυλίγω, φασκιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ostetrica insegnò alla neo-mamma come fasciare il suo bambino.

τυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'uomo mi ha fasciato il fish and chips nel giornale.
Ο άντρας τύλιξε το ψάρι με τις πατάτες μου σε εφημερίδα.

καλύπτω, σκεπάζω, τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θα το τυλίξω καλά και θα σου το στείλω με το ταχυδρομείο.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Colleen benda le caviglie per avere stabilità.
Η Κολίν δένει τους αστραγάλους της για να έχει σταθερότητα.

τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ho avvolto con del nastro per farlo diventare bello.

δένω

(medicina) (τραύμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovresti fasciare quella ferita per fermare il sanguinamento.

επιδένω

verbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dottore fasciò la ferita sul braccio del paziente per prevenire infezioni.
Ο γιατρός έδεσε την πληγή στο χέρι του ασθενούς του για να εμποδίσει μολύνσεις.

τυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo impacchettare i regali di compleanno.
Πρέπει να τυλίξω τα δώρα γενεθλίων.

δένω κτ με κτ, τυλίγω κτ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'infermiera bendò il braccio del paziente con una garza.

σαβανώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'impresario funebre avvolse il corpo.
Ο νεκροθάφτης σαβάνωσε το πτώμα.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'infermiera gli ha bendato la ferita dopo che ha smesso di sanguinare.

ζωφόρος

(architettura) (επίσημο, κατά λέξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fummo in grado di vedere fregi straordinari durante il nostro tour dell'Italia.

διακοσμητική ταινία

(που θυμίζει ζωφόρο)

πολυτελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è un nuovo centro commerciale di fascia alta sulla costa.

ακριβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με λευκά πλαϊνά

locuzione aggettivale (pneumatici) (για λάστιχα αυτοκινήτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακριβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιβραχιόνιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I calciatori indossano fasce nere sul braccio in memoria del loro manager, che è morto la scorsa settimana.

κορδέλα

sostantivo femminile (για τα μαλλιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le sue lunghe ciocche erano tenute indietro da una semplice fascia per capelli nera.
Μια απλή μαύρη κορδέλα κρατούσε πίσω τα μακριά μαλλιά της.

εσωτερική ταινία καπέλου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alla gara, molti corridori avevano in testa delle fasce per il sudore colorate.

κορδέλα

sostantivo femminile (για το κεφάλι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κασκόλ λαιμός

(κασκόλ-κουκούλα)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ζωνάρι

sostantivo femminile (για κουστούμι σμόκιν)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντιπυρική ζώνη

sostantivo femminile

στρατιωτική γκέτα

sostantivo femminile

ηλικιακή ομάδα

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I baby boomers sono la fascia d'età nata dopo la seconda guerra mondiale.

εύκρατη ζώνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Buenos Aires si trova nell'emisfero australe sulla fascia temperata.

φορολογική κλίμακα

(fisco)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μισθολογική κλίμακα

sostantivo femminile (εύρος μισθολογίου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εισοδηματική τάξη

sostantivo femminile

βαλτότοπος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζώνη αστεροειδών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κυμαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La fascia di prezzo degli immobili va dai 4.500 agli 8.000 Euro al metro quadro. Devo comprare una macchina nuova, ma è difficile trovarne una buona per la mia fascia di prezzo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι τιμές των ακινήτων κυμαίνονται από 4.500 ως 8.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο.

ακριβός

sostantivo femminile (prezzo) (έμφαση στην τιμή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È una borsetta graziosa, ma di fascia alta.
Είναι ωραία τσάντα, αλλά ακριβή.

ηλικιακό εύρος

sostantivo femminile

η ζώνη της Χρυσομαλλούσας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μαύρα

(ως ένδειξη πένθους)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

που απευθύνεται σε ευκατάστατους ανθρώπους, που απευθύνεται σε λίγους

(commercio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una volta erano noti per i loro prezzi bassi, ma ora stanno cercando di riposizionarsi nella fascia alta.

εξωστοματικό τόξο

sostantivo femminile (per apparecchio ai denti)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το όριο των 9 μ.μ.

sostantivo femminile (TV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I programmi che non sono adatti ai bambini non possono essere trasmessi prima della fascia protetta.

δακτύλιος εμβόλου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κενό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομάδα ηλικιών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπρατσάκι

sostantivo femminile (da braccio) (μεταφορικά, συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fascia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.