Τι σημαίνει το evitare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης evitare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του evitare στο Ιταλικό.
Η λέξη evitare στο Ιταλικό σημαίνει αποφεύγω, αποφυγή, απέχω, περνάω γρήγορα από κτ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποφεύγω, αποφεύγω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αποφεύγω, απαλλάσσω κπ από κτ, αποφεύγω, αποφεύγω, αποτρέπω, αρχίζω να σιχαίνομαι κτ, γλιτώνω, αποφεύγω, ματαιώνω, αποτρέπω, αποτρέπω, διστάζω, αποφεύγω, παρακάμπτω, κάνω κτ περιττό, αποφεύγω, αποφεύγω, αποφεύγω, διαφεύγω, παρακάμπτω, αποφεύγω, παρακάμπτω, αποφεύγω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, κάνω κοπάνα, παρατάω, αποφεύγω, αποφεύγω, αποφεύγω, το παίζω εκ του ασφαλούς, διαφυγή, παράκαμψη, αποφεύγω, αποφεύγω κπ/κτ όπως ο διάολος το λιβάνι, τη γλυτώνω, τη βγάζω καθαρή, προσέχω, αποφεύγω να κάνω κτ, αποτρέπω, θεωρώ κτ δεδομένο, αποφεύγω κτ όπως ο διάολος το λιβάνι, ξεγλιστρώ από κτ, δεν κάνω κτ, αποφεύγω να κάνω κτ, αποφεύγω να κάνω κτ, δεν επιτρέπω, εμποδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης evitare
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I canoisti hanno evitato i massi nel fiume. Οι κωπηλάτες απέφυγαν τους βράχους που ήταν μέσα στο ποτάμι. |
αποφυγήverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per i membri della squadra è obbligatorio evitare l'alcol. Η αποφυγή του αλκοόλ είναι υποχρεωτική για τα μέλη της ομάδας. |
απέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vuoi un bicchiere di vino o preferisci evitare? |
περνάω γρήγορα από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo evitato la pizzeria per non essere tentati di prendere una pizza. |
απομακρύνομαι από κτ/κπverbo transitivo o transitivo pronominale Il cavallo evitò l'elefante. Το άλογο απομακρύνθηκε από τον ελέφαντα. |
αποφεύγω(κάτι δυσάρεστο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ragazzo ha evitato la punizione incolpando il suo amico. Το αγόρι γλύτωσε την τιμωρία κατηγορώντας τον φίλο του. |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Evita di avere a che fare con i mendicanti. Αποφεύγει να έχει επαφές με ζητιάνους. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo transitivo o transitivo pronominale Il corridore evitava le persone che si trovava di fronte. |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guidando da queste parti è difficile evitare tutte le buche sulla strada. |
απαλλάσσω κπ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (liberare da impegni) Comprare su internet ti eviterà di dover andare nei negozi. |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutta la classe evitava Gavin dopo aver scoperto quello che aveva fatto. Ολόκληρη η τάξη απέφευγε τον Γκάβιν όταν ανακάλυψαν τι είχε κάνει. |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'adolescente evitava i compiti e preferiva giocare ai videogiochi. Ο έφηβος απέφευγε να κάνει τις εργασίες του και προτιμούσε να παίζει βιντεοπαιχνίδια. |
αποτρέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I produttori sperano di aggirare la più severa regolamentazione del governo. Οι κατασκευαστές ελπίζουν να αποτρέψουν αυστηρότερους κυβερνητικούς κανονισμούς. |
αρχίζω να σιχαίνομαι κτverbo transitivo o transitivo pronominale ([qlcs] che non si ama) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I frutti di mare lo disgustavano da quando si era preso un'intossicazione alimentare per dei gamberetti. Άρχισε να σιχαίνεται τα θαλασσινά, αφότου έπαθε δηλητηρίαση από κάτι γαρίδες. |
γλιτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha evitato di finire contro un albero per pochissimo. Γλίτωσε για λίγο τη σύγκρουση με το δέντρο. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha evitato il problema abbandonando velocemente la riunione. |
ματαιώνω, αποτρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo fu in grado di prevenire l'attentato terroristico usando informazioni di intelligence raccolte dalle spie. |
αποτρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η μεγάλη πλειοψηφία των οικιακών ατυχημάτων μπορεί εύκολα να αποτραπεί. |
διστάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non sottrarti a ciò che, con tutta evidenza, ti riserva il tuo destino. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amanda evitò di dare a Oliver la brutta notizia. |
παρακάμπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il camionista ha aggirato i paesi per arrivare prima. Ο οδηγός του φορτηγού παρέκαμψε τις μικρές πόλεις για φτάσει πιο γρήγορα. |
κάνω κτ περιττό
Το σχέδιό μας να ταξιδέψουμε νότια απομακρύνει την ανάγκη για ζεστά ρούχα. |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno aggirato il bug del software eliminando alcune funzioni. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (domande) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La politica continua ad eludere la questione: per quanto l'intervistatore continui a farle domande in merito, non dà una risposta pertinente. Η πολιτικός εξακολουθεί ν' αποφεύγει την ερώτηση. Όσες φορές και να τη ρωτήσει ο δημοσιογράφος, δε λέει να δώσει μια σαφή απάντηση. |
διαφεύγω(σε κάποιον ή με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per decenni la soluzione a questo problema ha eluso gli scienziati. |
παρακάμπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'è un percorso che evita il centro città, ma richiede molto più tempo. Υπάρχει μια διαδρομή με την οποία παρακάμπτεις το κέντρο της πόλης, αλλά παίρνει πολύ περισσότερο χρόνο. |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il politico intelligente evitò le domande pericolose dell'intervistatore. |
παρακάμπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compagnia ha aggirato gravi difficoltà finanziarie, ma ancora non è al sicuro. |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nell'uscire dal campo, i giocatori hanno dovuto evitare i vari oggetti lanciati dagli spalti. Οι παίκτες έπρεπε να αποφύγουν τη βροχή από διάφορα αντικείμενα καθώς έφευγαν απ' το γήπεδο. |
εμποδίζω, παρεμποδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il Presidente ha fatto appello ai repubblicani affinché la smettano di impedire l'avanzamento del progetto di legge a sostegno dell'economia. Ο Πρόεδρος ζήτησε από τους Ρεπουμπλικάνους να σταματήσουν να παρεμποδίζουν την εξέλιξη των νομοσχεδίων για την ενίσχυση της οικονομίας. |
κάνω κοπάναverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Convinse i fratelli a saltare la scuola con lei. |
παρατάω(impegno, lavoro) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fuggiasco è sfuggito all'arresto. Ο δραπέτης απέφυγε τη σύλληψη. |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho evitato il lavoro per tutto il giorno. |
αποφεύγωverbo intransitivo (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ruth evita di parlare con Chris da ieri mattina. Η Ρουθ αποφεύγει να μιλήσει στον Κρις από χτες το πρωί. |
το παίζω εκ του ασφαλούς(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαφυγήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράκαμψηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oggi è il caso di evitare il capo: è di pessimo umore. |
αποφεύγω κπ/κτ όπως ο διάολος το λιβάνιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τη γλυτώνω, τη βγάζω καθαρή(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποφεύγω να κάνω κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non riesco a evitare di mangiare il gelato. |
αποτρέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Come possiamo evitare ritardi nel processo produttivo? Πώς μπορούμε να αποτρέψουμε καθυστερήσεις στη διαδικασία παραγωγής; |
θεωρώ κτ δεδομένο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω κτ όπως ο διάολος το λιβάνιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεγλιστρώ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: αποφεύγω) Vedo che Karen ha di nuovo evitato di lavare i piatti. Βλέπω ότι η Κάρεν πάλι γλίτωσε το πλύσιμο των πιάτων. |
δεν κάνω κτ(evitare di fare [qlcs]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Abbiamo deciso di non andare alla festa a causa del brutto tempo. |
αποφεύγω να κάνω κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Astenersi dal parlare in biblioteca, per favore. Παρακαλείσθε να αποφεύγετε να μιλάτε μέσα στη βιβλιοθήκη. |
αποφεύγω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν επιτρέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (vietare [qlcs]) (σε κπ να κάνω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I genitori della ragazza le impedirono di andare al pub. Οι γονείς της έφηβης της απαγόρεψαν να βγαίνει στην παμπ. |
εμποδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι από το να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fortunatamente evitò che la situazione diventasse peggiore. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του evitare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του evitare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.