Τι σημαίνει το escluso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης escluso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escluso στο Ιταλικό.
Η λέξη escluso στο Ιταλικό σημαίνει αποκλείω, αποκλείω, αποκλείω, αποκλείω, αποκλείω, αποκλείω, αποκλείω, αποκλείω, αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη, παρακάμπτω, δεν υπολογίζω, δε μετράω, εξαιρώ, απαγορεύω την είσοδο, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, το ότι με αποκλείουν, απομονώνω, απορρίπτω, αποκλείω, αποκλείω, απαλείφω, εξαλείφω, αποκλείω κτ από έναν υπολογισμό, δεν συμπεριλαμβάνω κτ σε έναν υπολογισμό, αποκλείω, αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή, εξαιρούμενος, πριν, εκτός από, περιθωριακός, που τον αφήνουν απέξω, που έχει απορριφθεί, εκτός, που δεν περιλαμβάνει, που δεν συμπεριλαμβάνει, που δεν συμπεριλαμβάνεται, αποκλεισμένος, απομονωμένος, παρίας, χωρίς, εκτός από, εκτοπισμός, απαγορεύω σε κπ την είσοδο σε κτ, αποκλείω, δεν υπολογίζω, δε συμπεριλαμβάνω, παράκαμψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης escluso
αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ragazze più popolari esclusero Wendy dal loro gruppo. |
αποκλείω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa stima esclude ogni lavoro aggiuntivo che può verificarsi una volta iniziato il progetto. |
αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha escluso la possibilità di una morte accidentale e sta ora conducendo un'indagine per omicidio. |
αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia escluse il sospettato ovvio perché aveva un alibi per il momento dell'omicidio.
La polizia ha escluso il furto come movente dell'attacco. Η αστυνομία απέκλεισε τον προφανή ύποπτο επειδή είχε άλλοθι για την ώρα του φόνου. Η αστυνομία απέκλεισε τη ληστεία ως κίνητρο για την επίθεση. |
αποκλείω(riferito a persone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voleva far parte di quel gruppo, ma non è stata ammessa. |
αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non abbiamo ancora escluso dal programma l'idea di un picnic. |
αποκλείω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La confraternita femminile più esclusiva del campus esclude solitamente la maggior parte di chi fa domanda. Η πιο πριβέ αδελφότητα στην πανεπιστημιούπολη συνήθως αποκλείει τους περισσότερους υποψηφίους. |
αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Escludendo i due girasoli, non c'erano fiori nel giardino. |
παρακάμπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Premi il pulsante per escludere il sistema. Πίεσε εκείνο το κουμπί για να παρακάμψεις το σύστημα. |
δεν υπολογίζω, δε μετράωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I cani guida sono esonerati dai divieti di accesso ai cani. Οι σκύλοι-οδηγοί εξαιρούνται από τον κανονισμό για την απαγόρευση των ζώων. |
απαγορεύω την είσοδο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti i minorenni sono banditi. |
μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutto d'un tratto ci fu una raffica di vento e una nuvola scura offuscò il sole. |
το ότι με αποκλείουν(a persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paul si è trasferito nel Montana perché voleva isolarsi dalla società. Lavorare da casa ha allontanato Serena dalla società. Ο Πωλ μετακόμισε στη Μοντάνα γιατί ήθελε να απομονωθεί από την κοινωνία. Η εργασία από το σπίτι απομόνωσε τη Σερίνα από την κοινωνία. |
απορρίπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo l'esplosione dello scandalo, il candidato alla presidenza ha escluso il suo vicepresidente. |
αποκλείω(figurato: attività programmata) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sabato sono impegnato, quindi non contatemi per la partita di football. |
αποκλείω, απαλείφω, εξαλείφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I datori di lavoro spesso scartano i candidati che forniscono informazioni incomplete o che evidentemente non sono qualificati. |
αποκλείω κτ από έναν υπολογισμό, δεν συμπεριλαμβάνω κτ σε έναν υπολογισμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Uffa, mamma, non è giusto, hanno invitato tutti e hanno lasciato fuori solo me! Στο πάρτι προσκαλέστηκαν όλα τα παιδιά, αλλά εμένα με άφησαν στην απέξω. |
αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suo gruppo l'ha estromessa quando ha fatto una gaffe enorme. Η κλίκα της την απέκλεισε όταν έκανε μια σημαντική, κοινωνική, άστοχη ενέργεια. |
εξαιρούμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il biglietto costava 320$, escluso le tasse. |
πρινpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I suoi guadagni, escluse le tasse, sono raddoppiati quest'anno. |
εκτός από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tutti tranne te andranno a fare il viaggio. Όλοι θα πάνε εκδρομή, εκτός από σένα. |
περιθωριακός
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Vivono in una comunità di emarginati vicino alla ferrovia. Ζουν σε μια κοινότητα με άλλους περιθωριακούς κοντά στον σιδηρόδρομο. |
που τον αφήνουν απέξωaggettivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ha ricevuto un invito per la festa e si è sentita esclusa. Δεν πήρε πρόσκληση για το πάρτι και ένιωσε στην απέξω. |
που έχει απορριφθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτόςpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Salvo ulteriori ritardi dovremmo arrivare per le 19. Θα πρέπει να φτάσουμε εκεί μέχρι τις 7 μμ, εκτός αν υπάρξουν κι άλλες καθυστερήσεις. |
που δεν περιλαμβάνει, που δεν συμπεριλαμβάνειaggettivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που δεν συμπεριλαμβάνεται, αποκλεισμένοςaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απομονωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I detenuti sono tenuti isolati per evitare scontri. |
παρίας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χωρίς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo prezzo non comprende le imposte. Αυτή η τιμή δεν περιλαμβάνει τους φόρους. |
εκτός απόpreposizione o locuzione preposizionale Odio tutte le verdure tranne le carote. |
εκτοπισμόςverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
απαγορεύω σε κπ την είσοδο σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli studenti minorenni furono banditi dal locale. |
αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anche se la squadra era forte, è stata esclusa dal torneo perché non aveva abbastanza giocatori. |
δεν υπολογίζω, δε συμπεριλαμβάνω(attività programmata) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράκαμψηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il sistema funziona in automatico e se hai bisogno del controllo manuale devi premere il dispositivo di disabilitazione. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escluso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του escluso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.