Τι σημαίνει το dropping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dropping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dropping στο Αγγλικά.

Η λέξη dropping στο Αγγλικά σημαίνει κακά, που μειώνεται, σταγόνα, μια σταγόνα, πτώση, μου πέφτει, αφήνω κτ να πέσει, πέφτω, πέφτω, ρίχνω, εγκαταλείπω, μια στάλα, μια σταλιά, πτώση, υψομετρική διαφορά, παράδοση, ανταλλαγή, παστίλια, πτώση με αλεξίπτωτο, σκηνικό, φόντο, καταπακτή, σταγόνες, πέφτω, παύω να λειτουργώ, αναφέρω, παραλείπω, απορρίπτω, πηγαίνω, στέλνω, κάνω, ρίχνω, ξοδεύω, χάνω, παίρνω, κουτσουλιά, αναφορά ονόματος διασήμου για εντυπωσιασμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dropping

κακά

noun (usually plural (animal dung) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The heath was covered with rabbit droppings.

που μειώνεται

adjective (lowering, decreasing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταγόνα

noun (liquid: small amount)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The witch tilted the bottle carefully, adding precisely three drops to her potion.
Η μάγισσα έγειρε προσεκτικά το μπουκαλάκι και πρόσθεσε ακριβώς τρεις σταγόνες στο φίλτρο της.

μια σταγόνα

noun (liquid: small amount) (από κτ ή με γενική)

I just felt a drop of rain.
Μόλις μου ήρθε μια σταγόνα βροχής.

πτώση

noun (decline, reduction) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The stock's drop in value surprised analysts.
Η πτώση της αξίας της μετοχής εξέπληξε τους αναλυτές.

μου πέφτει

transitive verb (let fall accidentally) (κατά λάθος)

He dropped his keys on the pavement.
Του έπεσαν τα κλειδιά στο πεζοδρόμιο.

αφήνω κτ να πέσει

transitive verb (let fall intentionally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The table tennis player dropped the ball on the table to serve.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έριξαν βόμβες σε όλη την πόλη.

πέφτω

intransitive verb (decline, fall) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water level will drop at low tide.
Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης.

πέφτω

intransitive verb (figurative (decline, fall)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The stock dropped today.
Η μετοχή έπεσε σήμερα.

ρίχνω

transitive verb (reduce) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The weak market dropped the stock by thirty points.
Η αδύναμη αγορά έριξε τη μετοχή κατά 30 μονάδες.

εγκαταλείπω

transitive verb (abandon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The project was dropped after it was found to be unprofitable. She decided to drop her geology class.
Αποφάσισε να αφήσει το μάθημα της γεωλογίας.

μια στάλα, μια σταλιά

noun (small amount) (μικρή ποσότητα)

Just put a drop of ointment on the wound. She didn't have a drop of sympathy for the man.

πτώση

noun (fall in altitude)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plane's drop scared everyone.

υψομετρική διαφορά

noun (slope)

This ski slope has a five hundred metre drop.

παράδοση

noun (delivery)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drop of the merchandise is supposed to take place before three o'clock.

ανταλλαγή

noun (espionage) (κάτι αντί κάτι άλλου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drop occurred in a park close to the CIA building.

παστίλια

noun (sweet, lozenge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He bought some cough drops to soothe his sore throat.

πτώση με αλεξίπτωτο

noun (slang (parachute)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Yeah, we had a good drop today. The sky was clear and we could see for miles.

σκηνικό, φόντο

noun (stage scenery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drop was lowered onto the stage as a background for the day scene.

καταπακτή

noun (trapdoor on gallows)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drop opened and the convict was executed by hanging.

σταγόνες

plural noun (liquid medicine)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Eye drops might help take away your itch and redness.

πέφτω

intransitive verb (fall in drops) (υπό μορφή σταγόνας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rain began dropping from the sky.

παύω να λειτουργώ

transitive verb (often passive (stop from working)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The telephone call was dropped and he had to call again.

αναφέρω

transitive verb (mention)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She let drop the fact that she was single.

παραλείπω

transitive verb (omit, when speaking) (δεν προφέρω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was obvious that he was from Boston because he kept dropping his r's.

απορρίπτω

transitive verb (dismiss)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They dropped him as a customer after he started complaining too much.

πηγαίνω

transitive verb (give a lift to) (κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please drop me in town when you go to buy groceries.
Σε παρακαλώ πέταξέ με στην πόλη όταν πας για ψώνια.

στέλνω

transitive verb (write and mail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll drop you a postcard when we get there.

κάνω

transitive verb (offensive!, slang (give birth to) (μωρό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary has dropped another baby. That's seven she's got now!
Η Μαίρη έκανε ακόμα ένα μπάσταρδο. Τώρα έχει εφτά!

ρίχνω

transitive verb (from a plane)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The aid organisation often drops supplies from planes into disaster areas.

ξοδεύω

transitive verb (informal (lose through gambling, spend) (ελαφρώς αρνητικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He dropped a thousand dollars at the casino over the weekend.

χάνω

transitive verb (lose points, a game)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Red Sox dropped two games to the Yankees yesterday.

παίρνω

transitive verb (informal (take: a drug) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The addict dropped a lot of acid while he was alive.

κουτσουλιά

noun (excrement of a bird)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I just got my car cleaned, and now there are bird droppings all over it.

αναφορά ονόματος διασήμου για εντυπωσιασμό

noun (mentioning famous person)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dropping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dropping

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.