Τι σημαίνει το dress up στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dress up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dress up στο Αγγλικά.
Η λέξη dress up στο Αγγλικά σημαίνει βάζω τα καλά μου, βάζω τα καλά μου, μεταμφιέζομαι, ντύνω, στολίζω, μασκαρεύομαι, επίσημος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dress up
βάζω τα καλά μουphrasal verb, intransitive (in evening wear) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The actress loves dressing up for film premieres. Στην ηθοποιό αρέσει να βάζει τα καλά της για την πρεμιέρα ταινιών. |
βάζω τα καλά μουphrasal verb, intransitive (in formal clothes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) For those not wanting to dress up, the restaurant has a casual dress code. Για όσους δεν θέλουν να βάλουν τα καλά τους το εστιατόριο κάνει αποδεκτή την καθημερινή ενδυμασία. |
μεταμφιέζομαιphrasal verb, intransitive (in costume) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My son likes to dress up as a pirate. Στον γιο μου αρέσει να ντύνεται πειρατής. |
ντύνωphrasal verb, transitive, separable (clothe stylishly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lisa dressed her daughter up in a pretty dress. Η Λίζα έντυσε την κόρη της με ένα όμορφο φόρεμα. |
στολίζωphrasal verb, transitive, separable (figurative (embellish, enhance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The film director dressed up the story to make the characters more appealing to the audience. Ο σκηνοθέτης της ταινίας διάνθισε την ιστορία για να κάνει τους χαρακτήρες πιο ελκυστικούς στο κοινό. |
μασκαρεύομαιnoun (children: putting on costumes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My daughters often play dress-up with my old clothes. Οι κόρες μου συχνά μασκαρεύονται με τα παλιά μου ρούχα. |
επίσημοςadjective (US (occasion: formal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Marty bought a smart suit to wear at the dress-up dinner. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dress up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του dress up
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.