Τι σημαίνει το dichiarato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dichiarato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dichiarato στο Ιταλικό.
Η λέξη dichiarato στο Ιταλικό σημαίνει ανακοινώνω, δηλώνω, δηλώνω, δηλώνω, δίνω, δηλώνω, κηρύσσω, κηρύσσω, ανακοινώνω, αναγγέλλω, δηλώνω, ανακοινώνω, κρίνω, κρίνω, δείχνω, κρίνω ένοχο/αθώο, ανακηρύσσω, δηλώνω, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, επιμένω σε κτ, επιμένω ότι/πώς, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, δηλώνω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, ανακοινώνω, διακηρύσσω, διακηρύσσω ότι/πως, επιμένω, εκφράζω, δηλωμένος, που έχει παραδεχτεί ή αποκαλύψει ότι είναι ομοφυλόφιλος, που δε διστάζει να εκφράσει κτ, δεδηλωμένος, δηλωμένος, φανερός, ολοφάνερος, εμφανής, που ομολογεί μόνος του, που παραδέχεται μόνος του, ανακοινώνω, χαρακτηρίζω κτ ως απόρρητο, λανθασμένη δήλωση, ορκίζομαι, ακυρώνω, ανακοινώνω πως είμαι γκέι, καταδικάζω, κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο, διαγράφω, κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ, θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφω, κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ, ξεκινώ, απαγορεύω, πιστοποιώ, ανακοινώνω, αναγγέλλω, κηρύσσω τον πόλεμο σε κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κτ, κάνω επίθεση, πιστοποιώ ότι κπ είναι φρενοβλαβής, χαρακτηρίζω ως ακατάλληλο, χαρακτηρίζω ως επικίνδυνο, αυτοαποκαλούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dichiarato
ανακοινώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il presentatore annuncerà i vincitori della lotteria alle 11.00. Ο παρουσιαστής θα ανακοινώσει τους νικητές της λαχειοφόρου στις 11:00. |
δηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (dogana) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arrivato al porto, John ha dichiarato tre casse di champagne. Όταν έφτασε στο λιμάνι, Ο Τζον δήλωσε τρία κιβώτια σαμπάνιες. |
δηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (π.χ. στην εφορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lisa ha dichiarato tutte le sue entrate dell'anno. Η Λίζα δήλωσε ολόκληρο το ετήσιο εισόδημά της. |
δηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (νομική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giudice ha dichiarato colpevole il convenuto. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (αθλητικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'arbitro ha dichiarato la palla fuori. |
δηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (giochi di carte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha dichiarato tre prese, anche se era abbastanza sicuro che avrebbe potuto vincerne di più. |
κηρύσσω, κηρύσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo ha dichiarato lo stato di emergenza. |
ανακοινώνω, αναγγέλλω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il presidente ha annunciato le proprie dimissioni. Ο πρόεδρος ανακοίνωσε (or: ανάγγειλε) την παραίτησή του. |
δηλώνω, ανακοινώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (legale: causa, caso, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La causa fu dichiarata non valida. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό τον νέο νόμο. |
κρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (legale: imputato, sospettato, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sospetto fu giudicato incompetente. |
δείχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeffrey ha dichiarato il suo amore a Tiffany scrivendole una canzone. |
κρίνω ένοχο/αθώοverbo transitivo o transitivo pronominale (diritto) (ετυμηγορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La giuria ha dichiarato l'imputato colpevole di tutte le accuse. Οι ένορκοι έκριναν τον κατηγορούμενο ένοχο για όλες τις κατηγορίες. |
ανακηρύσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giudice proclamò Ben vincitore. Ο κριτής ανακήρυξε τον Μπεν νικητή. |
δηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo sposo ha dichiarato il suo amore per la sposa. Ο γαμπρός διακήρυξε την αγάπη του για τη νύφη. |
υποστηρίζω, ισχυρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giornale affermava che la coppia viveva separata. Η εφημερίδα υποστηρίζει (or: ισχυρίζεται) ότι το ζευγάρι ζει χωριστά. |
επιμένω σε κτ, επιμένω ότι/πώς
Ο Ματ θεωρεί πως ο Ρομπ του έκλεψε το τηλέφωνό του, αλλά ο Ρομπ επιμένει πως είναι αθώος. |
διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha affermato che avrebbe procurato dei finanziamenti per il gruppo. Διαβεβαίωσε ότι θα παρείχε χρηματοδότηση στον όμιλο. |
δηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante la sua toccante omelia il prete affermò la bontà di tutto il genere umano. |
βεβαιώνω, διαβεβαιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοινώνω, διακηρύσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Olivia ha affermato la sua intenzione di diventare la prima donna presidente. Η Ολίβια δήλωσε την πρόθεσή της να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος. |
διακηρύσσω ότι/πωςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιμένω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il convenuto asserì di non aver mai incontrato il suo accusatore prima di allora. |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli studenti sono andati dal preside per esprimere le loro lamentele. Οι μαθητές πήγαν στον διευθυντή για να εκφράσουν τα παράπονά τους. |
δηλωμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un alcolizzato dichiarato e non dovrebbero servirgli da bere. |
που έχει παραδεχτεί ή αποκαλύψει ότι είναι ομοφυλόφιλοςaggettivo (omosessualità) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non si è ancora dichiarata con i suoi genitori. Δεν έχει αποκαλύψει στους γονείς της ακόμα ότι είναι ομοφυλόφιλη. |
που δε διστάζει να εκφράσει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I residenti hanno manifestato in modo esplicito la loro contrarietà al progetto. |
δεδηλωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Incredibilmente, l'insegnante di religione è un ateo dichiarato. |
δηλωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ned ha rispettato la sua intenzione dichiarata e ha fatto esattamente ciò che ha detto che avrebbe fatto. |
φανερός, ολοφάνερος, εμφανήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alex ha lanciato a Nathan uno sguardo di aperta antipatia. Ο Άλεξ έριξε στον Νέιθαν ένα βλέμμα απροκάλυπτης αντιπάθειας. |
που ομολογεί μόνος του, που παραδέχεται μόνος τουaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανακοινώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Naomi ha inaspettatamente dichiarato che non sarà presente al matrimonio dell'amico. Η Ναόμι ξαφνικά ανακοίνωσε πως δεν ήθελε να παραβρεθεί στον γάμο της φίλη της. |
χαρακτηρίζω κτ ως απόρρητο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La relazione fu secretata e mai resa pubblica. Η αναφορά χαρακτηρίστηκε ως απόρρητη και δε δημοσιοποιήθηκε ποτέ. |
λανθασμένη δήλωση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ορκίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dichiaro sotto giuramento di dire la verità, tutta la verità, nient'altro che la verità. Ορκίζομαι ότι θα πω την αλήθεια, όλη την αλήθεια και τίποτα άλλο παρά μόνο την αλήθεια. |
ακυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il rapporto d'affari è terminato quando il giudice ha dichiarato il contratto nullo. |
ανακοινώνω πως είμαι γκέι(omosessualità) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταδικάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Ντάνυ καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία. |
κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαγράφω(κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πρέπει να ξεχάσουμε την αποθήκη πού κάηκε. |
κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se qualcuno ti deve del denaro e non te lo dà, puoi cancellare il debito e considerarlo irrecuperabile come una perdita della tua attività. Εάν κάποιος σου χρωστάει χρήματα και δεν στα δίνει μπορείς να διαγράψεις το χρέος και να το θεωρήσεις ζημιά για την επιχείρηση σου. |
κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il 28 luglio 1914 l'impero austro-ungarico dichiarò guerra alla Serbia. |
ξεκινώverbo transitivo o transitivo pronominale (για συζήτηση, συνέδριο, κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαγορεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il consiglio comunale vuole proibire il consumo di alcolici in pubblico. Το δημοτικό συμβούλιο θέλει να θέσει εκτός νόμου την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών σε δημόσιους χώρους. |
πιστοποιώ(formale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il testimone fu in grado di attestare che i documenti non erano falsi. |
ανακοινώνω, αναγγέλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julie ha dichiarato che si sarebbe presa il pomeriggio libero. Η Τζούλι ανακοίνωσε πως θα δεν θα δούλευε το απόγευμα. |
κηρύσσω τον πόλεμο σε κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il presidente Richard Nixon dichiarò guerra alle droghe nel 1971. |
κάνω επίθεσηverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cameron ha dichiarato guerra alle riforme economiche di Brown. |
πιστοποιώ ότι κπ είναι φρενοβλαβήςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il prigioniero fu dichiarato malato di mente e non in grado di sostenere il processo. |
χαρακτηρίζω ως ακατάλληλο, χαρακτηρίζω ως επικίνδυνοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il comune ha dichiarato il palazzo inagibile. Το κτήριο χαρακτηρίστηκε ως ακατάλληλο από τις τοπικές αρχές. |
αυτοαποκαλούμαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha affermato di essere il figlio del defunto che era stato via per lungo tempo e adesso è tornato per reclamare l'eredità. Δήλωσε ότι είναι ο από καιρό χαμένος γιος του αποθανόντος, που επέστρεψε για να διεκδικήσει την κληρονομιά του. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dichiarato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του dichiarato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.