Τι σημαίνει το dedicated στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dedicated στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dedicated στο Αγγλικά.

Η λέξη dedicated στο Αγγλικά σημαίνει ειδικός, αφιερωμένος, αφιερωμένος, αφοσιωμένος, αφοσιωμένος, που κάνει κτ με αφοσίωση, αφιερωμένος, εγκαινιάζομαι προς τιμήν, προορίζω, αφιερώνω, αφιερώνω, αφιερώνω, γράφω αφιέρωση σε κπ, εγκαινιάζω, στη μνήμη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dedicated

ειδικός

adjective (set apart for special use)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Performers must use the dedicated entrance behind the theatre.
Οι ηθοποιοί πρέπει να χρησιμοποιούν την ειδική είσοδο πίσω από το θέατρο.

αφιερωμένος

(devoted to one thing) (σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The museum is dedicated to antiquities and silver works.
Το μουσείο είναι αφιερωμένο σε αρχαιότητες και έργα αργυροχοΐας.

αφιερωμένος

expression (devoted to one task) (σε δραστηριότητα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
My evenings are dedicated to practising the piano.
Τα βράδια μου είναι αφιερωμένα στην εξάσκηση πιάνου.

αφοσιωμένος

adjective (person: committed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He is a dedicated employee.
Είναι ένας αφοσιωμένος υπάλληλος.

αφοσιωμένος

(person: committed to [sth])

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Christina is dedicated to her work.
Η Χριστίνα είναι αφοσιωμένη στη δουλειά της.

που κάνει κτ με αφοσίωση

expression (person: committed to a task)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harry is a conscientious employee, dedicated to doing his best.
Ο Χάρυ είναι ένας ευσυνείδητος υπάλληλος, αφοσιωμένος στο να κάνει το καλύτερο που μπορεί.

αφιερωμένος

(inscribed to [sb]) (ως αφιέρωση)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The book was dedicated to the author's daughter.
Το βιβλίο ήταν αφιερωμένο στην κόρη του συγγραφέα.

εγκαινιάζομαι προς τιμήν

(monument, building opening) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Yesterday, the monument was dedicated to the thousands who died during the epidemic.
Χθες εγκαινιάστηκε το μνημείο προς τιμήν των χιλιάδων θυμάτων της επιδημίας.

προορίζω

(set aside for) (κάτι για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan dedicated the money to charity.
Ο Άλαν προόριζε τα χρήματα για φιλανθρωπικό σκοπό.

αφιερώνω

(devote) (κάτι σε κάτι, κάτι για να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to dedicate my weekend to finishing a speech I'm writing.
Θα αφιερώσω το σαββατοκύριακό μου για να τελειώσω μία ομιλία που γράφω.

αφιερώνω

(declare: in honor of [sb]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would like to dedicate this award to my mother, who always believed in me.
Θα ήθελα να αφιερώσω το βραβείο αυτό στη μητέρα μου, η οποία πάντα πίστευε σ' εμένα.

αφιερώνω

(declare: in honor of [sth]) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The artist dedicated the sculpture to the memory of those who had fallen during the war.
Ο καλλιτέχνης αφιέρωσε το γλυπτό στη μνήμη εκείνων που έπεσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.

γράφω αφιέρωση σε κπ

(book: inscribe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The author signed the fan's book and dedicated it "To dear Ellen."
Ο συγγραφέας υπέγραψε το βιβλίο της θαυμάστριάς του και έγραψε αφιέρωση, «Στην αγαπημένη μου Έλεν».

εγκαινιάζω

transitive verb (building: declare open)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The school dedicated the new building on Sunday.
Το σχολείο εγκαινίασε το νέο κτίριο την Κυριακή.

στη μνήμη

expression (in tribute) (κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After Samantha died, her parents created a scholarship fund dedicated to their daughter's memory.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dedicated στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dedicated

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.