Τι σημαίνει το creare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης creare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του creare στο Ιταλικό.

Η λέξη creare στο Ιταλικό σημαίνει προκαλώ, δημιουργώ, προκαλώ, δημιουργώ, ενσαρκώνω πρώτος, δημιουργώ, επινοώ, δημιουργώ, δημιουργώ, παράγω, δημιουργώ, παράγω, δημιουργώ, συναρμολογώ, δημιουργώ, παράγω, δημιουργώ, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, φτιάχνω, κατασκευάζω, σκάβω, προκαλώ, δημιουργώ, φτιάχνω, στήνω, φτιάχνω, ξεκινώ, αρχίζω, γράφω, μου αποδίδεται η πατρότητα, σχηματίζω, δημιουργώ, προκαλώ, διαμορφώνω, κατασκευή, γαλακτωματοποιούμαι, καθυστερώ, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω, μπλοκάρω, μην ταράζεις τα νερά, σημαίνω συναγερμό αδικαιολόγητα, δημιουργώ προβλήματα σε κπ, προκαλώ προβλήματα σε κπ, προκαλώ προβλήματα, προετοιμάζω το έδαφος, προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχή, κάνω αταξίες, κάνω σκανταλιές, φτιάχνω κτ κατά παραγγελία, βάζω κπ σε δίλημμα, δίνω ζωή σε κτ, αποδιοργανώνω, αποσυντονίζω, δημιουργώ προβλήματα, προκαλώ προβλήματα, προκαλώ χάος, προκαλώ σύγχυση, προξενώ σύγχυση, δημιουργώ πρόβλημα, δημιουργώ θέσεις απασχόλησης, αμήχανα, ντροπιαστικά, εθιστική φύση, εθιστική ιδιότητα, εύρεση διαύλων επικοινωνίας, δημιουργώ μια ευκαιρία, μυθολογώ, στρώνω κτ από κάτω, κοπανώ, μπελάς, συμπεριφέρομαι σε κπ με επιείκεια, δημιουργώ υπόστρωμα με κτ, απομακρύνω, σχηματίζω ένα πλέγμα, σχηματίζω ένα δίκτυο, έχω λίστα γάμου, στριμώχνω, δίνω τη μορφή πλέγματος σε κτ, δίνω τη μορφή δικτύου σε κτ, δημιουργώ ατμόσφαιρα σε κτ, καταρτίζω ένα γενικό σχέδιο, βάζω τετράριχτη στέγη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης creare

προκαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti crea problemi questo?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η ομιλία της μου δημιούργησε μια καινούρια απορία.

δημιουργώ, προκαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (causare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La politica sbagliata ha creato molti problemi al governo.
Η λάθος πολιτική δημιούργησε πολλά προβλήματα στην κυβέρνηση.

δημιουργώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενσαρκώνω πρώτος

verbo transitivo o transitivo pronominale

Robert de Niro ha creato il personaggio di Travis Bickle in Taxi Driver.

δημιουργώ

(costruire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επινοώ, δημιουργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'autore ha creato una storia ricca di suspense.

δημιουργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia sorella crea oggetti d'arte.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Θεός έπλασε τον κόσμο σε εφτά ημέρες.

παράγω, δημιουργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παράγω, δημιουργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il programma ha generato numeri casuali.
Το πρόγραμμα παρήγαγε τυχαίους αριθμούς.

συναρμολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con assi e blocchi di cemento ho costruito una libreria.
Συναρμολόγησα ένα ράφι με σανίδες και τσιμεντόλιθους.

δημιουργώ, παράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I giornali scandalistici stanno montando una polemica sull'immigrazione.
Οι λαϊκές εφημερίδες δημιουργούν θόρυβο για το θέμα της μετανάστευσης.

δημιουργώ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'autore ha concepito il suo primo racconto a sei anni d'età.
Ο συγγραφέας έγραψε την πρώτη του ιστορία όταν ήταν έξι ετών.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cani hanno creato scompiglio per strada.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

φτιάχνω, κατασκευάζω

(realizzare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bambini costruivano case con i mattoncini.
Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.

σκάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ, δημιουργώ

(formale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτιάχνω, στήνω

(informale) (πρόχειρα, αυτοσχέδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo tirato su una tenda con un lenzuolo e ci siamo accampati in cortile.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Come artista faceva cose favolose con il metallo di scarto. Che bel dipinto. L'hai fatto tu?
Ως καλλιτέχνης, έφτιαχνε υπέροχα πράγματα με παλιοσίδερα. Τι ωραίος πίνακας, εσύ τον έφτιαξες;

ξεκινώ, αρχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (για έργα, σχέδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il paese non aveva un club di cricket, perciò Mark decise di crearne uno.

γράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sua nuova idea è fare un libro sulla storia di Wimbledon.

μου αποδίδεται η πατρότητα

(επίσημο, μτφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha ideato la nuova legge sull'istruzione.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Ηρόδοτος θεωρείται ο πατέρας της Ιστορίας.

σχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno costituito un'associazione.

δημιουργώ, προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha originato tutti i suoi problemi.
Όλα του τα προβλήματα τα δημιούργησε (or: προκάλεσε) ο ίδιος.

διαμορφώνω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατασκευή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η κατασκευή είναι πολύ πιο δύσκολη από την καταστροφή.

γαλακτωματοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καθυστερώ

(rendere la vita difficile) (χρονικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ultimamente il lavoro mi sta pesando davvero molto.

ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il negozio di tè in centro miscela tè verde e tè alle erbe per creare il loro mix distintivo.
Το κατάστημα τσαγιού στο κέντρο της πόλης αναμειγνύει πράσινο τσάι με τσάι από βότανα για να φτιάξει το χαρακτηριστικό ρόφημά του.

μπλοκάρω

(frequenze radio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esercito ha cercato di disturbare le comunicazioni dei manifestati.
Ο στρατός προσπάθησε να μπλοκάρει την επικοινωνία των διαδηλωτών.

μην ταράζεις τα νερά

interiezione (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È già tutto concordato, quindi non creare problemi.
Τα πράγματα έχουν κανονιστεί επομένως μην ταράζεις τα νερά.

σημαίνω συναγερμό αδικαιολόγητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημιουργώ προβλήματα σε κπ, προκαλώ προβλήματα σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le strade ghiacciate stanno creando problemi agli automobilisti.

προκαλώ προβλήματα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La banda di motociclisti entrò rombando nella cittadina determinata a creare problemi. I chiacchieroni spargono le voci di corridoio per creare problemi.

προετοιμάζω το έδαφος

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli accordi economici furono usati per preparare il terreno per una piena collaborazione politica.
Η οικονομική συμφωνία προετοίμασε το έδαφος για πλήρη πολιτική συνεργασία.

προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω αταξίες, κάνω σκανταλιές

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alcuni cuccioli creano guai come rubarti una delle pantofole.

φτιάχνω κτ κατά παραγγελία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Visto che non gli piacevano le scrivanie che aveva visto in vendita, ne fece creare una su misura per il suo nuovo ufficio.

βάζω κπ σε δίλημμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω ζωή σε κτ

(cinema) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποδιοργανώνω, αποσυντονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δημιουργώ προβλήματα, προκαλώ προβλήματα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nina sperava che i bambini si comportassero bene e non creassero guai.

προκαλώ χάος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προκαλώ σύγχυση, προξενώ σύγχυση

δημιουργώ πρόβλημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημιουργώ θέσεις απασχόλησης

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμήχανα, ντροπιαστικά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La madre di Rachel arrivò in ritardo alla recita scolastica a livello tale da creare imbarazzo.

εθιστική φύση, εθιστική ιδιότητα

verbo transitivo o transitivo pronominale (ναρκωτικό, φάρμακο)

Il Vicodin è ottenibile solo dietro prescrizione a causa della sua tendenza a creare dipendenza.

εύρεση διαύλων επικοινωνίας

(figurato: facilitare buone relazioni)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δημιουργώ μια ευκαιρία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μυθολογώ

(mitologia)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρώνω κτ από κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοπανώ

(musica, testo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπελάς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quel tipo dà sempre problemi: è senza dubbio una fonte di guai. // Non uscire con lei... Si è già sposata e ha divorziato cinque volte! È senz'altro fonte di rogne.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτός ο τύπος πάντα φέρνει προβλήματα. Είναι αληθινός μπελάς. Μην βγεις μαζί της... έχει παντρευτεί και χωρίσει 5 φορές! Είναι μπελάς!

συμπεριφέρομαι σε κπ με επιείκεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η εργοδότρια του Τσάρλι τον φόρτωσε πάλι με επιπλέον δουλειά. Ποτέ δεν του συμπεριφέρεται με επιείκεια.

δημιουργώ υπόστρωμα με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Στη γη, είχε δημιουργηθεί υπόστρωμα με πολύτιμα κοιτάσματα γαιάνθρακα.

απομακρύνω

(tra due persone) (κάποιον από κάποιον)

Non posso fare a meno di notare che tua madre sta cercando seminare discordia tra di noi.

σχηματίζω ένα πλέγμα, σχηματίζω ένα δίκτυο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω λίστα γάμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La coppia ha creato una lista dei desideri in un grande centro commerciale; puoi verificare ciò che desiderano nel sito del negozio.

στριμώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: βρίσκω χρόνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo strumento è progettato per creare fessure nelle assi.

δίνω τη μορφή πλέγματος σε κτ, δίνω τη μορφή δικτύου σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημιουργώ ατμόσφαιρα σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il direttore ha creato l'atmosfera nel film per renderlo più spaventoso con l'uso sapiente delle luci e la musica di sottofondo.

καταρτίζω ένα γενικό σχέδιο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω τετράριχτη στέγη

verbo transitivo o transitivo pronominale (architettura)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του creare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.