Τι σημαίνει το cost στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cost στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cost στο Αγγλικά.
Η λέξη cost στο Αγγλικά σημαίνει κοστίζω, στοιχίζω, κόστος, έξοδα, θυσία, έξοδα, κοστολογώ, κοστολογώ, στοιχίζω, υπολογίζω κόστη, πραγματικό κόστος, συνολικό κόστος, με οποιοδήποτε κόστος, με υψηλό κόστος, με μεγάλο τίμημα, αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνω, επιβαρύνομαι με κτ, κοστίζω ακριβά, κοστίζω μια περιουσία, κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια, διοικητική λογιστική, λογιστική δαπανών, κοστίζω μια περιουσία, αποφυγή εξόδων, κέντρο κόστους, κόβω δαπάνες, κόβω έξοδα, περικοπή δαπανών, εκτίμηση κόστους, δεν κοστίζω πολύ, δεν κοστίζω πολύ, κοστίζω, δεν κοστίζω τίποτα, δεν κοστίζω τίποτα, κόστος δανεισμού, κόστος ζωής, εξοικονόμηση κόστους, διαμοιρασμός κόστους, επιμερισμός κόστους, κόστους-οφέλους, ανάλυση ανταποδοτικότητας κόστους, ανάλυση κόστους-οφέλους, που έχει επίγνωση του κόστους, μείωση εξόδων, μείωσης εξόδων, οικονομικά αποδοτικός, σχέση κόστους - οφέλους, οικονομικά αποδοτικός, κόστος πλέον κέρδους, σταθερό κόστος, μέρος του κόστους, χωρίς κόστος, ακριβός, κόστος εισροών, κόστος παραγωγικών συντελεστών, κόστος εργασίας, χαμηλό κόστος, χαμηλού κόστους, αεροπορική εταιρεία χαμηλού κόστους, έξοδα λειτουργίας, δαπάνες λειτουργίας, κόστος ευκαιρίας, γενικά έξοδα, ταχυδρομικά τέλη, ανεξάρτητα από το κόστος, ανεξάρτητα από το κόστος, κόστος αντικατάστασης, κόστος συντήρησης, λειτουργικό κόστος, κόστος υπηρεσίας, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, μέση/συνήθης τιμή, κόστος κατά μονάδα, με κάθε κόστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cost
κοστίζω, στοιχίζωtransitive verb (price) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This book costs ten dollars. Αυτό το βιβλίο κάνει δέκα δολάρια. |
κόστοςnoun (price) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The cost of petrol is very high. Η τιμή του πετρελαίου είναι πολύ υψηλή. |
έξοδαnoun (expense) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) She paid for the whole wedding, at great cost to herself. |
θυσίαnoun (sacrifice) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At great cost, we will keep our promise. Θα κρατήσουμε την υπόσχεσή μας πάση θυσία. |
έξοδαnoun (law: legal expenses) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The defendant must bear the costs of the trial. |
κοστολογώintransitive verb (determine costs) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'll do the ordering and you can cost. |
κοστολογώtransitive verb (calculate the cost of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The accountants need to cost the project plan. |
στοιχίζωtransitive verb (entail a loss) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Drunk driving costs many lives. |
υπολογίζω κόστηphrasal verb, transitive, inseparable (determine cost in advance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πραγματικό κόστος, συνολικό κόστοςnoun (total price) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Maintenance fees must be taken into account to determine the actual cost. Τα τέλη συντήρησης πρέπει να ληφθούν υπ' όψη για να καθοριστεί το πραγματικό κόστος. |
με οποιοδήποτε κόστοςadverb (however high the cost may be) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We will win this war at any cost. |
με υψηλό κόστοςadverb (at great financial expense) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με μεγάλο τίμημαadverb (figurative (involving great sacrifice or loss) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνωverbal expression (pay) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Taxpayers will bear the cost of health care reform. |
επιβαρύνομαι με κτverbal expression (pay) (δυσαρέσκεια) |
κοστίζω ακριβάverbal expression (UK, figurative, slang (be expensive) |
κοστίζω μια περιουσίαverbal expression (informal (cost a lot of money) |
κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτιαverbal expression (informal, figurative (be expensive) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I bet that dress cost a pretty penny. Στοιχηματίζω ότι αυτό το φόρεμα κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια. |
διοικητική λογιστική, λογιστική δαπανώνnoun (costing: tracking business costs) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοστίζω μια περιουσίαverbal expression (slang, figurative (be expensive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφυγή εξόδωνnoun (measures to reduce expense) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κέντρο κόστουςnoun (business) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κόβω δαπάνες, κόβω έξοδαintransitive verb (reduce spending) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περικοπή δαπανώνnoun (reduction in expenses) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The company's profits were boosted last year by cost cuts, including the thousands of redundancies made in January. |
εκτίμηση κόστουςplural noun (expenses: projected) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεν κοστίζω πολύverbal expression (be inexpensive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A first aid kit costs little but can save lives. Το κουτί πρώτων βοηθειών δεν κοστίζει πολύ αλλά μπορεί να σώσει ζωές. |
δεν κοστίζω πολύverbal expression (figurative (require little effort) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It costs little to be polite. Δεν κοστίζει πολύ το να είσαι ευγενικός. |
κοστίζωverbal expression (be expensive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you want the product delivered tomorrow, it'll cost money. |
δεν κοστίζω τίποταverbal expression (be free of charge) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If they say it costs nothing, it must be a scam of some kind. Εάν λένε πως δεν κοστίζει τίποτα, πιθανόν να είναι κάποιου είδους απάτη. |
δεν κοστίζω τίποταverbal expression (figurative (require no effort) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Being helpful and friendly to people costs nothing. Το να είσαι εξυπηρετικός και φιλικός με τους ανθρώπους δεν κοστίζει τίποτα. |
κόστος δανεισμούnoun (banking: interest rates) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κόστος ζωήςnoun (cost of basic necessities) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The cost of living is outrageous in this city. |
εξοικονόμηση κόστουςplural noun (measures to reduce expense) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διαμοιρασμός κόστους, επιμερισμός κόστουςnoun (fee split between two parties) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Health insurance plans have various cost-sharing structures. |
κόστους-οφέλουςnoun as adjective (weighing costs and benefits) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάλυση ανταποδοτικότητας κόστους, ανάλυση κόστους-οφέλουςnoun (comparison of costs and benefits) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The company performed a cost-benefit analysis of both ad campaigns. |
που έχει επίγνωση του κόστουςadjective (frugal, thrifty) (άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μείωση εξόδωνnoun (business: reduce expenses) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μείωσης εξόδωνadjective (to reduce expenses) (σε γενική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
οικονομικά αποδοτικόςadjective (providing value for money) It wouldn't be cost-effective to turn my hobby into my profession. |
σχέση κόστους - οφέλουςnoun (good value for money) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
οικονομικά αποδοτικόςadjective (providing value for money) |
κόστος πλέον κέρδουςadjective (pricing: expenses plus profit) (οικονομικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σταθερό κόστοςnoun (often plural (set price or fee) My biggest fixed cost is the rent I pay for the premises. |
μέρος του κόστουςnoun (small part of total price) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The house painter is quoting $8,000 to paint the house, but we could do it ourselves for a fraction of the cost. |
χωρίς κόστοςadjective (not requiring payment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anti-pollution measures are never free of cost. |
ακριβόςnoun as adjective (expensive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κόστος εισροών, κόστος παραγωγικών συντελεστώνnoun (production expenses) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κόστος εργασίαςplural noun (cost of paying workers) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The company tried to reduce labor costs by employing unskilled staff. |
χαμηλό κόστοςnoun (cheap price) The tablet's advantages are its low cost and user-friendly design. |
χαμηλού κόστουςadjective (cheap, budget) (φτηνός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You can save money by booking a low-cost flight. |
αεροπορική εταιρεία χαμηλού κόστουςnoun (cheap air travel company) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Steve became a millionaire after setting up a low-cost airline. |
έξοδα λειτουργίας, δαπάνες λειτουργίαςplural noun (expenses involved in running a business) They forgot to include operating costs in their initial budget, so their profits were considerably lower than anticipated. |
κόστος ευκαιρίαςnoun (cost of giving up alternative) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Business decisions often involve calculating the opportunity cost. |
γενικά έξοδαnoun (basic business expense) |
ταχυδρομικά τέληnoun (amount paid to send mail) |
ανεξάρτητα από το κόστοςadverb (literal (however high the price) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She wanted that fur coat regardless of the cost. |
ανεξάρτητα από το κόστοςadverb (figurative (however bad the consequences) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They were determined to win the war regardless of the cost. |
κόστος αντικατάστασηςnoun (fee to obtain new version of [sth]) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κόστος συντήρησηςnoun (amount spent to maintain [sth]) (πχ επισκευές) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The new refrigerator uses far less electricity, so its running cost is half that of the old one. |
λειτουργικό κόστοςplural noun (business overheads) (πάγια έξοδα επιχείρησης) You need to keep your overheads and running costs down. |
κόστος υπηρεσίαςnoun (charge for providing [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έξοδα αποστολήςnoun (overseas delivery charge) |
έξοδα αποστολήςnoun (charge for transporting goods) |
μέση/συνήθης τιμήnoun (usual or average price) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κόστος κατά μονάδαnoun (price per item) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
με κάθε κόστοςadverb (no matter what is required) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) We'll try to free the hostage whatever the cost. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cost στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του cost
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.