Τι σημαίνει το chose στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chose στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chose στο Γαλλικά.
Η λέξη chose στο Γαλλικά σημαίνει πράγμα, πράγμα, κάτι, τίποτα, παιχνίδι, αντικείμενο, πράγμα, φιλαράκο, αναπάντεχα, απίστευτα, παραδόξως, παρομοίως, βδέλυγμα, εγγραφή, καταχώρηση, μου κόβονται τα γόνατα, χάνω, έμβλημα, σήμα, κι εγώ, κι εγώ το ίδιο, γνωστός, γνώριμος, οικείος, που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο, μου κόβονται τα γόνατα, απίστευτο, παραδόξως, περιέργως, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα, το ένα φέρνει το άλλο, όλα στην ώρα τους, του ίδιου είδους, ξεκόλλα, κάνε κάτι, ένα και το αυτό, αριστούργημα, θαύμα, σημαντικός, σπουδαίος, στα γρήγορα, μικροπράγματα, αδιάφορος, τίποτα σπουδαίο, τίποτα ιδιαίτερο, κάτι άλλο, ασήμαντος, αδιάφορος, εντυπωσιακό, αξιοθαύμαστο, κάτι άλλο, κάτι ακόμα, υπό συζήτηση θέμα, κάτι ιδιαίτερο, παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο, τρομερό περιστατικό, μικροπράγματα, ασχημόπραγμα, καταπληκτικό, οτιδήποτε άλλο, μια κι έξω, τραπέζι ρεφενέ, που τραβάει την προσοχή σε, σνακ, καταδικασμένος σε αποτυχία, κάτι τέτοιο, φόβος ότι θα χάσω κάτι, αδιάφορος, αγχώνομαι, κάτι, δεν έχω πολλά να πω, αποδεικνύω, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, είμαι προκατειλημμένος, προσδίδω βαρύτητα, αποσπώ κπ από κτ, εναλλάσσω μεταξύ, περιέργως, δεν υπάρχει αμφιβολία, κάτι να τσιμπήσω, ασήμαντος, δυσάρεστη εμπειρία, κάτι άλλο, κάτι ακόμα, πρώτο πράγμα, εκκρεμότητα, οικείο αντικείμενο που παρέχει ασφάλεια, ανακούφιση ή παρηγοριά, παρθένο έδαφος, περίεργο πράγμα, πρότυπο, υπόδειγμα, διαφορετικός, τραπέζι ρεφενέ, παιχνιδάκι, κάτι, οτιδήποτε, κάτι, αδημονώ, ανυπομονώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chose
πράγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je ne suis pas sûr de ce qu'est cette chose. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το πράμα. |
πράγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dis-moi une chose : est-ce que tu m'aimes ? Πες μου ένα πράμα: με αγαπάς; |
κάτι
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Il a dit qu'il avait une chose à prendre dans sa chambre. Είπε ότι θα πήγαινε να φέρει κάτι από το δωμάτιό του. |
τίποταnom féminin (acte) Il n'a jamais fait une chose pour m'aider. Δεν έκανε ποτέ τίποτα για να με βοηθήσει. |
παιχνίδι(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντικείμενο, πράγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Plusieurs objets jonchaient le sol. Αρκετά αντικείμενα κείτονται στο πάτωμα. |
φιλαράκο(familier) (ειρωνικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mon coco, tu vas arrêter de me parler sur ce ton sinon tu vas avoir des problèmes. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μη με τσιγκλάς φιλαράκο, έχω φτάσει στα όριά μου! |
αναπάντεχα, απίστευτα, παραδόξως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lorsque nous étions là-bas, il a fait étonnamment chaud pour un mois de décembre. Ο καιρός ήταν αναπάντεχα ζεστός για μήνα Δεκέμβριο ενώ βρισκόμασταν εκεί. |
παρομοίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βδέλυγμα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγγραφή, καταχώρηση(dans un programme, ordre du jour) (επαγγελματική ατζέντα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μου κόβονται τα γόνατα(μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle fond à chaque fois qu'elle le voit. |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu es sûr que tu ne veux pas venir ? Je ne voudrais pas que tu rates (or: que tu passes à côté de) quelque chose. Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις; Δεν θα ήθελα να το χάσεις. |
έμβλημα, σήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κι εγώ, κι εγώ το ίδιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) « Je suis tellement fatigué que je pourrais m'endormir à mon bureau.» « Idem. » |
γνωστός, γνώριμος, οικείος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son visage m'est familier. Το πρόσωπό του μου φαίνεται γνωστό. |
που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce n'est pas un drame si ton frère aime boire une bière de temps en temps. Στον αδερφό σου αρέσει να πίνει καμιά μπίρα πού και πού. Σιγά το πράγμα! |
μου κόβονται τα γόνατα(figuré) (μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απίστευτο
Chose incroyable (or: fait incroyable), il a annoncé qu'il la reprendrait après tout cela. Απίστευτο! Είπε ότι θα την δεχτεί πίσω μετά από όλα αυτά. |
παραδόξως, περιέργως(επίσημο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chose curieuse, elle a ignoré ma question quand elle a répondu. Παραδόξως (or: περιέργως), στην απάντησή της δεν ανέφερε ότι γνωρίζε την ερώτησή μου. |
πρώτα και κύρια, πρωταρχικάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tout d'abord, relisons le compte-rendu de la dernière réunion. Πρώτα και κύρια ας ελέγξουμε τα πρακτικά της συνεδρίασης της περασμένης βδομάδας. |
παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chose étonnante, je n'avais jamais mis les pieds dans une église avant aujourd'hui. |
το ένα φέρνει το άλλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλα στην ώρα τους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le docteur a assuré à la famille que le patient pourrait rentrer chez lui le lendemain, chaque chose en son temps. |
του ίδιου είδους
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεκόλλα(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) D'accord, il t'a larguée. Passe à autre chose ! Il y a plein d'autres hommes mieux que lui de toute façon. Σε άφησε λοιπόν. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί καλύτεροι άντρες. |
κάνε κάτι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ένα και το αυτό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À la fin de l'histoire, on découvre que le garçon et son jumeau ne sont qu'une et même personne. |
αριστούργημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θαύμαnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Fais-moi voir ta coupure. Eh bien, c'est quelque chose ! |
σημαντικός, σπουδαίοςnom masculin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στα γρήγοραnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μικροπράγματαnom féminin (μόνο πληθυντικός) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Les petites choses dans la vie sont importantes : prenez le temps de vous arrêter un moment sentier les fleurs. |
αδιάφοροςnom féminin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Roger a mentionné qu'il n'avait pas de religion et que c'était une chose insignifiante pour lui. |
τίποτα σπουδαίο, τίποτα ιδιαίτεροnom masculin (σημασία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ne se passe pas grand-chose au centre-ville aujourd'hui. |
κάτι άλλοnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sam voulait manger des crevettes pour le dîner mais a dû se contenter d'autre chose. Ο Σαμ ήθελε γαρίδες για βραδινό, αλλά έπρεπε να συμβιβαστεί με κάτι άλλο. |
ασήμαντος, αδιάφορος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je sais que ce n'est pas grand-chose, mais ça m'énerve que tu tapes du pied constamment. Ξέρω ότι είναι κάτι το ασήμαντο, αλλά με ενοχλεί το ότι χτυπάς συνεχώς το πόδι σου στο πάτωμα. |
εντυπωσιακό, αξιοθαύμαστοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάτι άλλο, κάτι ακόμαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'autre chose qui m'énerve est qu'il fume à table. Ένα άλλο πράγμα που με εκνευρίζει είναι ότι καπνίζει την στο τραπέζι. |
υπό συζήτηση θέμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est bon à savoir... mais il est question de tout autre chose ici. |
κάτι ιδιαίτερο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai su qu'il y avait un petit quelque chose de spécial chez lui le moment où je l'ai vu pour la première fois. |
παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρομερό περιστατικόnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μικροπράγματαnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ασχημόπραγμαnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καταπληκτικόnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'amour est une chose merveilleuse. Η αγάπη είναι καταπληκτική. Να πληρώνεσαι για να κάνεις αυτό που αγαπάς είναι καταπληκτικό. |
οτιδήποτε άλλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Est-ce qu'il te faut autre chose ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θέλεις να πάρω οτιδήποτε άλλο από τα μαγαζιά; |
μια κι έξω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραπέζι ρεφενέ
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
που τραβάει την προσοχή σε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σνακ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
καταδικασμένος σε αποτυχίαnom féminin (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κάτι τέτοιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φόβος ότι θα χάσω κάτιnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδιάφοροςnom féminin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αγχώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Avant l'examen, j'avais l'estomac noué. |
κάτιpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Nous cherchons quelque chose à manger. Ψάχνουμε να βρούμε κάτι να φάμε. |
δεν έχω πολλά να πωlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le professeur n'avait pas grand-chose à dire sur l'incident. |
αποδεικνύω(propos, dires...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Ροντ θα τρέξει στο μαραθώνιο γιατί θέλει να αποδείξει κάτι. |
ακολουθώ το παράδειγμα κάποιουlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prof de gym voulait qu'on fasse comme lui. |
είμαι προκατειλημμένος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσδίδω βαρύτητα(μεταφορικά: σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les conclusions du rapport ont donné du poids aux arguments des écologistes. |
αποσπώ κπ από κτlocution verbale On essaye de le faire penser à autre chose qu'à son divorce. |
εναλλάσσω μεταξύverbe intransitif Vous pouvez passer d'une couleur à une autre en cliquant sur cette icône. |
περιέργως(en début de phrase) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chose étonnante (or: Contre toute attente), certains chrétiens ne fêtent pas Pâques. |
δεν υπάρχει αμφιβολία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il ne fait aucun doute que (or: il n'y a pas de doute sur le fait que) de nombreux citoyens n'apprécient pas de payer des impôts. |
κάτι να τσιμπήσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Paul est allé au bar pour prendre une bière et quelque chose à grignoter. Ο Πωλ πήγε στο μπαρ για μπύρα και κάτι να τσιμπήσει. |
ασήμαντοςnom féminin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δυσάρεστη εμπειρία
|
κάτι άλλο, κάτι ακόμαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu veux boire autre chose ? Θα ήθελες να πιεις κάτι ακόμα; |
πρώτο πράγμαnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La première chose à faire est d'appeler ta mère. La première chose que je fais en rentrant chez moi est de consulter mes mails. |
εκκρεμότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ta dissertation n'est vraiment pas assez bonne : déjà, elle est pleine de détails à régler. |
οικείο αντικείμενο που παρέχει ασφάλεια, ανακούφιση ή παρηγοριάnom féminin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les hommes qui manquent d'assurance portent souvent une arme pour se rassurer. Elle avait écrit son discours sur des fiches pour se rassurer. |
παρθένο έδαφοςnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'étais enthousiaste à l'idée de goûter de la vraie cuisine chinoise, c'était une chose nouvelle pour moi. |
περίεργο πράγμα
|
πρότυπο, υπόδειγμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διαφορετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τραπέζι ρεφενέ
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παιχνιδάκι(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάτι, οτιδήποτεpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Avez-vous quelque chose à déclarer ? Έχεις να δηλώσεις κάτι (or: οτιδήποτε); |
κάτιpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Quelque chose me tracasse. Κάτι με ενοχλεί. |
αδημονώ, ανυπομονώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chose στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του chose
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.