Τι σημαίνει το chien στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chien στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chien στο Γαλλικά.
Η λέξη chien στο Γαλλικά σημαίνει σκύλος, σκύλος, επικρουστήρας, κάθαρμα, τομάρι, παλιοτόμαρο, σκύλος, σπιτάκι σκύλου, εκπαιδευτής σκύλων, εκπαιδευτής σκύλων, ξενοδοχείο σκύλων, σφοδρός, βρωμιές, ακαθαρσίες, συνεσταλμένος, ντροπαλός, σκυλίσιος, σκυλίσιος, το βράδυ, το σούρουπο, Προσοχή σκύλος, τι ζωή και αυτή!, για όνομα του θεού! έλεος!, καλό σκυλί, καλό σκυλάκι, κυνηγόσκυλο, σκύλος φύλακας, σκυλάκι σαλονιού, τσοπανόσκυλο, σκύλος εκπαιδευμένος για έρευνα, βολφχάουντ, κυνηγόσκυλο, σκύλος φύλακας, κυνόμυς, κυνηγόσκυλο, λαγωνικό, μπισκότο για σκύλους, κολάρο, σκυλοτροφή, άδεια κατοχής σκύλου, ιδιοκτήτης σκύλου, ταυτότητα σκύλου, χοτ ντογκ, κατοικίδιος σκύλος, κυνηγόσκυλο, λαγωνικό της αστυνομίας, σκυλάκι, κρεβάτι σκύλου, κακός, λυσσασμένο σκυλί, σκύλος-οδηγός, σκύλος για έλκηθρο, σκύλος εκπαιδευμένος να εντοπίζει με την όσφρηση, λαγωνικό, κυνηγόσκυλο, κυνόδοντας, νόνι, μπάσταρδος, κυνηγόσκυλο, ντάτσχουντ, στάση κάτω σκύλος, ζώο θεραπείας, είδος ελαστικών οχημάτων, παραπονεμένο βλέμμα, βγάζω τον σκύλο βόλτα, κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά, προσέχω τον σκύλο κπ, προσέχω, κακός, καροτσάκι, αμαξάκι, οξυθυμία, πόιντερ, σέτερ, χνάρι σκύλου, σκληρότριχος σκύλος, καλό σκυλί, πόιντερ, κυνηγόσκυλο, κυνηγόσκυλο, μίζερος, μελαγχολικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chien
σκύλοςnom masculin (dogue) (ζώο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle a eu un chien pour Noël. Της έκαναν δώρο έναν σκύλο για τα Χριστούγεννα. |
σκύλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il y a de nombreuses races de chiens différentes. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές ράτσες σκύλων. |
επικρουστήραςnom masculin (d'un pistolet) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) On entendit le déclic du chien quand il arma son fusil. Ο επικρουστήρας έκανε κλικ καθώς εκείνος ετοιμαζόταν να πυροβολήσει. |
κάθαρμα, τομάρι, παλιοτόμαροnom masculin (familier, péjoratif : personne) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je me vengerai, sale chien ! |
σκύλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les canidés doivent rester dehors pendant que leurs maîtres font leurs courses. |
σπιτάκι σκύλου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εκπαιδευτής σκύλων
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εκπαιδευτής σκύλωνnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Πάντοτε θαύμαζα την υπομονή των εκπαιδευτών σκύλων. |
ξενοδοχείο σκύλων
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Je déteste laisser le chien au chenil quand nous partons. |
σφοδρός(vent, tempête,...) (άνεμος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Des vents violents ont déraciné un arbre dans le parc. Σφοδροί άνεμοι ξερίζωσαν ένα δέντρο στο πάρκο. |
βρωμιές, ακαθαρσίες(excréments) (ευφημισμός) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
συνεσταλμένος, ντροπαλός(air, expression) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκυλίσιοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκυλίσιος(apparence) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
το βράδυ, το σούρουπο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Προσοχή σκύλος(pancarte) (πινακίδα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τι ζωή και αυτή!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Georges travaille plus de quatre-vingts heures par semaine. Ce n'est pas une vie ! |
για όνομα του θεού! έλεος!interjection (un peu vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Nom d'un chien ! Laisse-moi tranquille, j'essaie de lire ! |
καλό σκυλί, καλό σκυλάκιinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bon chien ! dit l'homme en caressant la tête de son chien qui lui avait amené son journal et ses pantoufles. |
κυνηγόσκυλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peter a élevé un chien courant qui pourrait aller à la chasse avec lui. Ο Πήτερ μεγάλωσε ένα κυνηγόσκυλο για να πηγαίνουν μαζί για κυνήγι. |
σκύλος φύλακαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Le panneau indique qu'il y a un chien de garde dans les locaux toute la nuit. Η πινακίδα λέει ότι όλη τη νύχτα υπάρχει σκύλος φύλακας στις εγκαταστάσεις. |
σκυλάκι σαλονιούnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τσοπανόσκυλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκύλος εκπαιδευμένος για έρευνα(ναρκωτικά, εκκρηκτικά) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βολφχάουντnom masculin |
κυνηγόσκυλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les chiens courants et les setters comptent parmi les meilleurs chiens de chasse. |
σκύλος φύλακαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Les bergers allemands font d'excellents chiens de garde. Οι γερμανικοί ποιμενικοί γίνονται άριστοι φύλακες. |
κυνόμυςnom masculin (επίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les chiens de prairie ont une structure sociale complexe. |
κυνηγόσκυλο, λαγωνικόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπισκότο για σκύλουςnom masculin (sucré) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quand mon chien est sage, je lui donne un biscuit pour chien. |
κολάροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το κανίς της φοράει ένα περιλαίμιο με αληθινά διαμάντια! |
σκυλοτροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je vais essayer une marque différente de nourriture pour chien pour voir s'il la mangera. Θα δοκιμάσω ν’ αγοράσω καινούργια μάρκα σκυλοτροφής, μήπως κι αυτήν τη φάει. |
άδεια κατοχής σκύλουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ιδιοκτήτης σκύλουnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Οι ιδιοκτήτες των σκύλων καλούνται να μην αφήνουν τα ζώα τους να βρομίζουν το πάρκο. |
ταυτότητα σκύλουnom féminin (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) D'après sa médaille, le chien s'appelle Méphistophélès. Σύμφωνα με την ταυτότητα του σκύλου το όνομά του είναι Μεφιστοφελής. |
χοτ ντογκ(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Un hot dog et un soda constituent un repas américain classique. Το χοντ ντογκ με αναψυκτικό είναι κλασικό αμερικάνικο γεύμα. |
κατοικίδιος σκύλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κυνηγόσκυλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λαγωνικό της αστυνομίαςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκυλάκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρεβάτι σκύλου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il faut que j'achète un panier pour chien parce que l'on va bientôt avoir un chiot. |
κακός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λυσσασμένο σκυλίnom masculin Je me suis fait mordre par un chien enragé en me promenant hier. |
σκύλος-οδηγός(courant) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) On utilise souvent les labradors comme chiens d'aveugle. |
σκύλος για έλκηθροnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκύλος εκπαιδευμένος να εντοπίζει με την όσφρησηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λαγωνικό, κυνηγόσκυλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνόδονταςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νόνιnom masculin (arbre à fruits asiatique) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μπάσταρδοςnom féminin (vieilli : insulte) (υβριστικό, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κυνηγόσκυλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ντάτσχουντ(familier) (ράτσα σκύλου) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
στάση κάτω σκύλοςnom féminin (Yoga) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ζώο θεραπείαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
είδος ελαστικών οχημάτωνnom masculin pluriel (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παραπονεμένο βλέμμα
Arrête de me regarder avec ces yeux de chien battu ; tu n'as pas le droit d'aller au cinéma avec tes amis ce soir. Μη με κοιτάζεις μ' αυτά τα κουταβίσια μάτια - δεν μπορείς να πας σινεμά με τους φίλους σου σήμερα. |
βγάζω τον σκύλο βόλταlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand il fait -10°C et que le jour n'est pas encore levé, je ne suis pas très motivée pour sortir le chien. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Βγάζω τον σκύλο βόλτα κάθε μέρα. |
κάνω κπ να το πληρώσει ακριβάverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis parti de cette boîte car on me traitait comme un chien. |
προσέχω τον σκύλο κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κακός(action) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il l'avertit que ses actes ignobles finiraient par revenir le hanter. Τον προειδοποίησε πως οι κακές του πράξεις θα επιστρέψουν να τον στοιχειώσουν. |
καροτσάκι, αμαξάκιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οξυθυμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mon mari est de mauvaise humeur aujourd'hui. |
πόιντερ, σέτερ(ράτσα) |
χνάρι σκύλουnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu n'aurais pas dû faire rentrer le chien : regarde maintenant, il y a des traces de pattes partout sur mon sol tout propre ! |
σκληρότριχος σκύλοςnom masculin |
καλό σκυλίinterjection (obéissance canine) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rapporte la balle ! Oui... Bon chien ! |
πόιντερnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνηγόσκυλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνηγόσκυλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μίζερος, μελαγχολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'en ai assez de ce temps affreux ; j'aimerais tellement qu'il arrête de pleuvoir ! Με κούρασε αυτός ο άθλιος καιρός. Μακάρι να σταματούσε να βρέχει! |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chien στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του chien
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.