Τι σημαίνει το cherche στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cherche στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cherche στο Γαλλικά.
Η λέξη cherche στο Γαλλικά σημαίνει ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, αναζητάω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ, βρίσκω, ψάχνω, ψάχνω, πασχίζω να θυμηθώ, αναζητώ, ψάχνω, τα βάζω με κπ, ψάχνω, ψάχνω, πασχίζω να πω κτ, ψαρεύω, τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ, ξεκινάω, προκαλώ, ψάχνω, αναζητώ κτ/κπ, ψάχνω κτ/κπ, ψάχνω, αναζητώ, αναζητώ, ψάχνω, ψαρεύω, τα βάζω με κπ, αναζήτηση, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, εκδίκηση, κάνω κτ αδέξια, φέρνω πίσω, ψηλαφώ, ψαχουλεύω, οργώνω, χτενίζω, παίρνω, ψάχνω, ερευνώ, κερδοσκοπία, αισχροκέρδεια, επιθετικός, στα τυφλά, στα κουτουρού, Πιάσε!, άντε να βγάλεις άκρη, έθιμο του Χαλοουίν, αναζήτηση πλούσιου γαμπρού, κυνήγι της δόξας, δαχτυλοδειξία, αναζήτηση τροφής, επιδιώκω, επιζητώ, ψάχνω για χρυσό, ψάχνω για χρυσάφι, πάω να φέρω κτ/κπ, φέρνω, ψάχνω εξονυχιστικά, βάζω κπ στο μάτι, βάζω κπ στο στόχαστρο, υπονοώ, υπαινίσσομαι, κάνω επίδειξη δύναμης, διυλίζω τον κώνωπα, επιζητώ, αναζητώ τροφή, συλλέγω τροφή, σκαλίζω με τα νύχια, ψειρίζω, ραβδοσκοπώ, τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού, προσπαθώ να τρομάξω κπ, σκαλίζω, ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο, ψαχουλεύω για να βρω κτ, ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε, πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, παίρνω, γκουγκλάρω, απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή, επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση, αναζητώ καταφύγιο/προστασία, ζητώ εκδίκηση, βρίσκω ατέλειες, σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω, παίρνω, έχω βάλει κτ στο μάτι, στέλνω κπ για κτ, στέλνω κπ να φέρει κτ, ερευνώ, παίρνω, ψάχνω, σκάβω για να βρω κτ, φέρνω, ψάχνω, κυνηγάω, κυνηγώ, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, δαγκώνω τον αέρα, δαγκώνω στον αέρα, ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά, φορτώνω κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cherche
ψάχνω, αναζητώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il y en a qui cherchent l'amour sur internet. Je t'ai cherché mais je ne t'ai pas trouvé. Μερικοί άνθρωποι ψάχνουν την αγάπη στο ίντερνετ. Σε αναζήτησα, αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω. |
ψάχνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu ne sais pas qui est Ada Lovelace, cherche sa biographie sur Internet. Ψάξε την στο διαδίκτυο αν δεν ξέρεις ποια ήταν η Άντα Λάβλεϊς. |
ψάχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si je ne comprends pas un mot, je le cherche dans le dictionnaire. Αν δεν καταλάβω μια λέξη, την ψάχνω στο λεξικό. |
ψάχνωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les inspecteurs ont cherché pendant des jours mais n'ont trouvé aucune preuve. Οι αστυνομικοί έψαχναν για μέρες, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν αποδείξεις. |
ψάχνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ψάχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Où ai-je mis mes clefs ? Il faut que je les cherche. |
αναζητάω, αναζητώ, ψάχνωverbe transitif (un abri, indice, emploi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le détective cherche des indices du crime. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το βιβλίο το γύρευα καιρό. |
ψάχνω, αναζητώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai cherché mes clés mais impossible de les trouver. Les détectives ont cherché un indice qui résoudrait enfin le crime. Έψαχνα τα κλειδιά αλλά δεν τα βρήκα. Οι ντετέκτιβ αναζητούσαν (or: έψαχναν) το στοιχείο που τελικά θα έλυνε το έγκλημα. |
αναζητώ, ψάχνω, γυρεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cherche de nouveaux amis. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν μετακόμισε σε καινούρια πόλη αποφάσισε να αναζητήσει ομοϊδεάτες της. |
βρίσκωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψάχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cherche ses clés. Ψάχνει τα κλειδιά του. |
ψάχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan est arrivé en retard au travail parce qu'il a dû chercher ses clés. Ο Νταν άργησε να πάει στη δουλειά επειδή έπρεπε να ψάξει τα κλειδιά του. |
πασχίζω να θυμηθώverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cherchait les bons mots pour exprimer ses sentiments. |
αναζητώ, ψάχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un écureuil fouilla sous l'arbre, cherchant des noisettes (or: à la recherche de noisettes). |
τα βάζω με κπverbe transitif (familier, moins fort) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je le déteste : il me cherche toujours. Τον μισώ, συνεχώς μου την μπαίνει. |
ψάχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est trop... Hmm, quel est le mot que je cherche ? Είναι πολύ...αχ, ποια είναι η λέξη που ψάχνω; |
ψάχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πασχίζω να πω κτ(ses mots) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a demandé si j'avais besoin d'autre chose et j'ai cherché les mots justes. Με ρώτησε αν ήθελα κάτι άλλο και πάσχισα να βρω τις σωστές λέξεις. |
ψαρεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chercher des informations croustillantes fait partie du métier de paparazzi. Είναι δουλειά των ρεπόρτερ του κίτρινου τύπου να ψαρεύουν σκανδαλιστικές πληροφορίες. |
τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ(familier : provoquer) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Arrête de me chercher, sinon je te casse le bras. Μην μπλέκεις μαζί μου (or: με μένα), γιατί θα σου σπάσω το χέρι. |
ξεκινάω, προκαλώverbe transitif (la bagarre) (καβγάδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David cherche toujours la bagarre à l'école. |
ψάχνωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cherche et tu trouveras ! Όποιος ψάχνει, βρίσκει! |
αναζητώ κτ/κπ, ψάχνω κτ/κπverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je cherche un nouveau fournisseur d'accès à Internet : lequel me recommanderiez-vous ? |
ψάχνω, αναζητώverbe transitif (sur internet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a recherché la réponse sur le net. Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο. |
αναζητώ, ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a cherché des indices pour localiser la femme, mais ils n'ont rien trouvé. |
ψαρεύω(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle cherche (or: recherche) les compliments. Tu n'as qu'à l'ignorer. |
τα βάζω με κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) N'énerve pas (or: Ne cherche pas) Stan ou il te cassera la gueule. Μην τα βάζεις με τον Σταν! Θα σου αστράψει καμιά σφαλιάρα! |
αναζήτηση(Internet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η αναζήτηση της Έμμα για φωτογραφίες των προσεληνώσεων είχε πολλά αποτελέσματα. |
ψάχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai regardé (or: cherché) partout mais je n'arrive pas à trouver mes lunettes de lecture. Έχω ψάξει παντού, αλλά δεν βρίσκω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας μου. |
ψάχνω, αναζητώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous recherchons des moyens d'augmenter notre efficacité. Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά μας. |
ψάχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La police a passé toute la nuit à chercher le criminel. |
ψάχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard cherchait à trouver un travail à l'usine du coin. |
εκδίκηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάνω κτ αδέξια(familier) Κάτι προσπαθεί να κάνει στην κουζίνα. Δεν ακούς τον θόρυβο; |
φέρνω πίσω
Ο Μπιλ πέταξε το κλαδί και το σκυλί το έφερε πίσω. |
ψηλαφώ, ψαχουλεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Έπρεπε να ψαχουλέψουμε στα σκοτεινά στο περβάζι. |
οργώνω, χτενίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a fouillé la maison pendant des heures mais n'a rien trouvé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οργώσαμε (or: χτενίσαμε) τη γειτονιά, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε τον σκύλο. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψάχνω, ερευνώ(une pièce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a fouillé tout le bâtiment mais il n'y avait aucune trace du ravisseur. Η αστυνομία έψαξε το κτίριο, αλλά δεν υπήρχαν ίχνη του απαγωγέα. |
κερδοσκοπία, αισχροκέρδεια(péjoratif) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιθετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στα τυφλά, στα κουτουρού(χωρίς να καταλαβαίνω) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ils acceptent tout ce que le prêtre leur dit sans chercher à comprendre. Δέχονται στα τυφλά (or: στα κουτουρού) ό,τι τους λέει ο ιερέας τους. |
Πιάσε!interjection (ordre à un chien) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Qu'est-ce que tu attends ? J'ai lancé le bâton. Maintenant, va chercher ! |
άντε να βγάλεις άκρη(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έθιμο του Χαλοουίν
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αναζήτηση πλούσιου γαμπρούlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κυνήγι της δόξαςlocution verbale (μτφ: φιλοδοξία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δαχτυλοδειξίαlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναζήτηση τροφής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιδιώκω, επιζητώlocution verbale (προσπαθώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je cherche à restaurer mon honneur. |
ψάχνω για χρυσό, ψάχνω για χρυσάφι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a cherché de l'or près de San Francisco. |
πάω να φέρω κτ/κπlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φέρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu pourrais aller me chercher le sac que j'ai laissé dans la voiture ? |
ψάχνω εξονυχιστικά
Dans l'enquête pour retrouver l'enfant disparu, la police a cherché partout. |
βάζω κπ στο μάτι, βάζω κπ στο στόχαστρο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπονοώ, υπαινίσσομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu cherches à (me) faire comprendre que ma chemise est moche ? |
κάνω επίδειξη δύναμης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διυλίζω τον κώνωπα(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναζητώ τροφή, συλλέγω τροφήlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les cochons sauvages cherchent de la nourriture près du chemin de randonnée, alors fais attention. |
σκαλίζω με τα νύχια(mouvement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Au prix d'un grand effort, les prisonniers avançaient le conduit d'aération. |
ψειρίζω(figuré) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon patron perd son temps à chercher la petite bête au lieu de s'occuper de problèmes importants. |
ραβδοσκοπώlocution verbale (sourcier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντούverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσπαθώ να τρομάξω κπ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu peux essayer de m'impressionner autant que tu veux, tu ne me feras pas changer d'avis. |
σκαλίζωlocution verbale (animal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On a cherché partout, impossible de le trouver. |
ψαχουλεύω για να βρω κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il chercha les allumettes dans le noir pour allumer la bougie. |
ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai cherché dans ma valise sans pouvoir trouver mon passeport. |
πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω(να πετύχω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ψηλαφώ, ψηλαφίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian est allé chercher le courrier. Ο Μπράιαν πήγε να φέρει την αλληλογραφία. |
γκουγκλάρω(®) (καθομ, εμπορικό σήμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχήlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cet enfant cherche sans cesse à attirer l'attention. |
επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύσηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναζητώ καταφύγιο/προστασίαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η καταιγίδα ανάγκασε τους πεζοπόρους να αναζητήσουν καταφύγιο στη σπηλιά. Το μοναχικό παιδί αναζήτησε καταφύγιο στα βιβλία. |
ζητώ εκδίκησηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω ατέλειες(figuré) |
σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'irai chercher les enfants à l'école aujourd'hui. Θα πάρω τα παιδιά από το σχολείο με το αυτοκίνητο. |
έχω βάλει κτ στο μάτι(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle reste tard tous les jours parce qu'elle cherche à avoir une augmentation. |
στέλνω κπ για κτ, στέλνω κπ να φέρει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le médecin a envoyé son assistant chercher de l'eau chaude. |
ερευνώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben cherchait à savoir pourquoi son ami n'était pas venu travailler aujourd'hui. Ο Μπεν πήγε να ερευνήσει γιατί ο φίλος του δεν ήρθε στη δουλειά σήμερα. |
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sarah est allée chercher ses amis à l'aéroport. Η Σάρα παρέλαβε τον φίλο της από το αεροδρόμιο. |
ψάχνω(κάτι για κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police ratissa en vain la forêt pour trouver le suspect. Η αστυνομία χτένισε το δάσος για να βρει τον ύποπτο αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει. |
σκάβω για να βρω κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les pilleurs cherchent un trésor enfoui. Ο πειρατής έσκαψε για να βρει τον κρυμμένο θησαυρό. |
φέρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais te chercher une autre assiette. Θα σου φέρω άλλο ένα πιάτο. |
ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jessica a cherché ses clés dans son bureau. Η Τζέσικα έψαξε το γραφείο της για να βρει τα κλειδιά της. |
κυνηγάω, κυνηγώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cherchant à obtenir une augmentation, Darren a fait des heures supplémentaires plusieurs semaines de suite. Ο Ντάρεν κυνηγούσε μια αύξηση και δούλευε υπερωρίες αρκετές εβδομάδες συνεχόμενα. |
μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puise au fond de toi-même et tu réaliseras que tu peux vaincre n'importe quelle peur. |
δαγκώνω τον αέρα, δαγκώνω στον αέραlocution verbale (χωρίς να υπάρχει κάτι κοντά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le chien grognait et cherchait à mordre. Le cheval cherchait à mordre la main de Linda. Το σκυλί γρύλιζε και δάγκωνε στον αέρα. |
ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά
|
φορτώνω κτ σε κπlocution verbale (un peu familier) Hall affirme que son ancien associé avait cherché à le faire tomber pour le crime. Ο Χαλ ισχυρίστηκε ότι ο πρώην συνεταίρος του τον παγίδευσε για το έγκλημα. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cherche στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του cherche
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.