Τι σημαίνει το cedente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cedente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cedente στο Ιταλικό.
Η λέξη cedente στο Ιταλικό σημαίνει υποχωρώ, ενδίδω, εκχωρώ, παραχωρώ, υποκύπτω, αλλάζω γνώμη, υποκύπτω, παραδίδομαι, τσιτώνομαι, τεντώνομαι, ενδίδω, χάνω, σταματώ να λειτουργώ, εξασθενώ, εκποιώ, εκχωρώ, υποχωρώ, ενδίδω, υποχωρώ, υποχωρώ, υποχωρώ, διαλύομαι, καταρρέω, προδίδω, σπάω, σπάζω, πέφτω, υποτάσσομαι, υποκύπτω, ενδίδω, υποχωρώ, υποχωρώ, καταρρέω, παραδίνομαι σε κτ, υποχωρώ, κάνω πίσω, μεταφέρω κάτι σε κάποιον, παραδίδω, εκχωρώ, σταματάω, σταματώ, ενδίδω, παραιτούμαι από κτ, υποχωρώ, παραχωρώ, παραδίδω, παραδίδω, εγκαταλείπω, εγκαταλείπω, παραδίνομαι, δωρίζω, χαρίζω, χάνω, λυγίζω, τουμπάρω, ρίχνω, παραδίδω κτ σε κπ, ενδίδω σε κπ, κλείνω κτ διπλώνοντας, υποκύπτω σε κτ, ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ, μεταβιβάζω, κάνω το χατήρι, παραδίδω κτ/κπ σε κπ, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι απέναντι σε κτ/κπ, ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ, χειρίζομαι, μεταβιβάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cedente
υποχωρώ, ενδίδωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nonostante le prove, non voleva cedere. Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει). |
εκχωρώ, παραχωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (dare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il paese cedette la regione alla fine della guerra. |
υποκύπτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha ceduto alle pressioni degli altri e ha cambiato canale. Υπέκυψε στην πίεση των άλλων και άλλαξε κανάλι. |
αλλάζω γνώμη(discussioni, opinioni) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È inutile provare a far cambiare idea politica a Greg, non cederà. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τη γνώμη του Τζωρτζ για την πολιτική. Δεν κάνει πίσω. |
υποκύπτω, παραδίδομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aveva così tanta voglia di andare che alla fine ho ceduto. Ήθελε τόσο πολύ να πάει, που τελικά υπέκυψα. |
τσιτώνομαι, τεντώνομαι(figurato) (μεταφορικά: εκνευρίζομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I nervi di April cominciarono a cedere sotto tutta quella pressione. |
ενδίδωverbo intransitivo (figurato: persona) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sta cercando di evitare i dolci, ma se le offri un po' di cioccolata, vedrai che cede. Προσπαθεί να αποφεύγει τα γλυκά, αλλά αν τη δελεάσεις με σοκολάτα πάντα ενδίδει. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: arrendersi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Johnson cedette le sue possibilità nelle successive elezioni quando approvò una legge tanto impopolare. |
σταματώ να λειτουργώ, εξασθενώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suo cuore ha ceduto ed è morto. Η καρδιά του τελικά εξασθένησε και πέθανε. Μετά από χρόνια ποτού, το συκώτι του σταμάτησε να λειτουργεί. |
εκποιώ, εκχωρώ(quote, azioni) (επιχείρηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno ceduto le loro partecipazioni vendendo tutte le loro quote della società. |
υποχωρώ, ενδίδωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Julie finalmente ha ceduto: ha accettato di passare la giornata allo zoo. Η Τζούλι τελικά λύγισε και συμφώνησε να περάσει τη μέρα στον ζωολογικό κήπο. |
υποχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alison era determinata a fare a modo suo e Karen alla fine cedette. |
υποχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qualcuno deve cedere, altrimenti restiamo qui tutta la notte. |
υποχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa porta cede quando ti ci appoggi. |
διαλύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La sedia ha ceduto sotto il suo peso. |
καταρρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'era tanta neve che il tetto ha ceduto. |
προδίδωverbo intransitivo (μεταφορικά: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sua salute ha ceduto dopo anni di lotte. Η υγεία του κατέρρευσε μετά από τόσα χρόνια μόχθου. |
σπάω, σπάζωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno cercato di costringerlo a rivelare il segreto, ma non ha ceduto. |
πέφτωverbo intransitivo (μτφ: ηθικό, διάθεση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel era determinata a chiedere a Peter di uscire, ma quando lo ha visto il suo coraggio ha ceduto. |
υποτάσσομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποκύπτω, ενδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine ho ceduto e sono uscito dall'organizzazione. Τελικά ενέδωσα και αποχώρησα από την οργάνωση. |
υποχωρώverbo intransitivo (figurato: idea) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo uno sciopero a oltranza il governo alla fine ha ceduto e ha accettato tutte le richieste del sindacato. Στη συνέχεια μιας παρατεταμένης απεργίας, η κυβέρνηση τελικά υποχώρησε και συμφώνησε σε όλα τα αιτήματα των συνδικάτων. |
υποχωρώ, καταρρέωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I piloni del ponte non hanno potuto resistere alla corrente e hanno finito col cedere. Οι κολόνες της γέφυρας δεν μπόρεσαν να αντέξουν το ισχυρό ρεύμα του νερού και στο τέλος υποχώρησαν. |
παραδίνομαι σε κτverbo intransitivo (συναίσθημα) I bambini volevano rimanere svegli fino a mezzanotte, ma poi hanno ceduto uno dopo l'altro al sonno. Τα παιδιά ήθελαν να μείνουν ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα, αλλά το ένα μετά το άλλο, υπέκυψαν. |
υποχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le gambe dell'anziano cedettero all'improvviso e afferrò la ringhiera per rimanere in piedi. Τα πόδια του ηλικιωμένου λύγισαν ξαφνικά και κρατήθηκε από το κάγκελο για να ισορροπήσει. |
κάνω πίσωverbo intransitivo (καθομ, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il padre dei bambini alla fine ha ceduto e gli ha comprato dei giocattoli nuovi. |
μεταφέρω κάτι σε κάποιον(imprese: proprietà, quote) (για ιδιοκτησία, ευθύνες, κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκχωρώ(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La macchina si è fermata intorno alle quattro del pomeriggio. Η μηχανή σταμάτησε γύρω στις τέσσερις μετά μεσημβρίας. |
ενδίδωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nancy ha pregato suo marito di smettere di fumare e lui finalmente ha ceduto. |
παραιτούμαι από κτ
Larry rinunciò alle sue rivendicazioni sul patrimonio dei genitori rendendosi conto che suo fratello ne aveva più bisogno di lui. Ο Λάρι παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της περιουσίας των γονιών του, καθώς συνειδητοποίησε ότι ο αδερφός του την είχε μεγαλύτερη ανάγκη από τον ίδιο. |
υποχωρώ, παραχωρώverbo intransitivo (figurato: desistere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era così testardo che non voleva cedere su nessun punto. |
παραδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραδίδωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo essersi slogato la caviglia, Tom ha deciso di rinunciare alla gara per evitare ulteriori lesioni. Ο Τομ αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αγώνα όταν στραμπούληξε τον αστράγαλό του αντί να διακινδυνεύσει να τραυματιστεί χειρότερα. |
εγκαταλείπω, παραδίνομαι(formale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Εγκαταλείπω (or: παραδίνομαι). Είσαι πολύ καλύτερος από μένα σ' αυτό το παιχνίδι. |
δωρίζω, χαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Erin dona spesso abiti che non usa più. |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La forza di Kate stava venendo meno dopo dieci chilometri di corsa. Mio nonno è molto vecchio e comincia a venir meno. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχανε τη δύναμή του μετά το τρέξιμο δέκα χιλιομέτρων. |
λυγίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La trave d'acciaio si fletteva chiaramente sotto il peso dell'edificio. |
τουμπάρω, ρίχνωverbo intransitivo (ανεπ: κάνω κπ να υποχωρήσει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non puoi pretendere che io ceda sempre a te. Δεν μπορείς να περιμένεις ότι πάντα θα υποκύπτω για χάρη σου. |
παραδίδω κτ σε κπ
Jackson ha affermato di aver avuto l'intenzione di consegnare la pistola alla polizia il giorno seguente. |
ενδίδω σε κπ(accondiscendere) Wilson cede troppo facilmente alla moglie. |
κλείνω κτ διπλώνοντας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υποκύπτω σε κτ(figurato) Il direttore si piegò alle richieste dei genitori e ritirò il suo nuovo regolamento. Ο διευθυντής υπέκυψε στην επιθυμία των γονιών και απέσυρε το καινούριο πρόγραμμα. |
ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ(desistere) Evan finalmente cedette alle richieste del suo capo. |
μεταβιβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Thomas ha ceduto la proprietà a suo fratello Francis. Ο Τόμας μεταβίβασε την περιουσία του στον αδερφό του τον Φράνσις. |
κάνω το χατήριverbo intransitivo (σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Adrian ha insistito talmente tanto per andare alla festa che alla fine ho ceduto. |
παραδίδω κτ/κπ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (territorio, figlio, ecc.) La Spagna ha accettato di cedere il territorio al Marocco. |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι απέναντι σε κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il remoto villaggio di montagna resistette agli eserciti stranieri. Το απομακρυσμένο ορεινό χωριό κρατούσε γερά απέναντι στα ξένα στρατεύματα. |
ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ
Dopo lo scandalo, il sindaco si arrese alla pressione e si dimise. Μετά το τελευταίο σκάνδαλο, ο δήμαρχος υπέκυψε στις πιέσεις και παραιτήθηκε. |
χειρίζομαι(finanza) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esercita il factoring per le piccole imprese. Χειρίζεται χρέη για μικρές επιχειρήσεις. |
μεταβιβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo due mesi la casa è stata trasferita al nuovo proprietario. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cedente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του cedente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.