Τι σημαίνει το cause στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cause στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cause στο Γαλλικά.
Η λέξη cause στο Γαλλικά σημαίνει σκοπός, θέμα, αντικείμενο, πρόκληση, σκοπός, λόγος, προκαλώ, συζητάω, συζητώ, προκαλώ κτ σε κπ/κτ, είμαι ο λόγος, κουβεντιάζω, συνεπάγομαι, προκαλώ, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, προκαλώ, προξενώ, προκαλώ, δημιουργώ, προκαλώ, προκαλώ, προκαλώ, επιφέρω, επιφέρω, προκαλώ, τελικός, αιτία, λόγος, συνειδητά, εσκεμμένα, εξαιτίας, εμπεριστατωμένος, για χάρη κπ, κατηγορία, από, που ευθύνεται, γιατί, επειδή, αμφισβητώ, αιτιώδης, αιτιακός, δονητικός, που ανάγεται σε, που προκαλείται από..., έχω τα νεύρα μου από την πείνα, που προκλήθηκε από, με αφορμή, κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά, για αυτό το λόγο, εξαιτίας αυτού, σε απόγνωση, εξαιτίας, λόγω αυτού, εξαιτίας αυτού, γι' αυτό, εξαιτίας, λόγω, ως αποτέλεσμα, για καλό σκοπό, χάος, διοργάνωση που ακυρώθηκε λόγω βροχής, που αδυνατίζει, αίτιο και αποτέλεσμα, χαμένη υπόθεση, ευγενής σκοπός, πιθανή αιτία, λόγος, αιτία του κακού, υποβόσκουσα αιτία, τζετ-λαγκ, αιτία, αιτία θανάτου, θανάσιμη βία, φονική βία, ημέρα που δεν ανοίγουν τα σχολείο λόγω χιονόπτωσης, κίνδυνος πυρκαγιάς, εξαιτίας, ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς, λόγω, εξαιτίας, πεθαίνω από φυσικά αίτια, συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ, υποστηρίζω, αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, στηρίζω, αμφισβητώ, θέτω εν αμφιβόλω, κλαίω για κπ/κτ, ανατρέπω, πείθω, θυμώνω, λόγω, εξαιτίας, κλαίω για κτ/κπ, τσακώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cause
σκοπόςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les étudiants sont bénévoles pour une bonne cause. Οι σπουδαστές δουελεύουν εθελοντικά για έναν καλό σκοπό. |
θέμα, αντικείμενοnom féminin (sujet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le mariage de ce couple a été la cause de nombreuses rumeurs. |
πρόκλησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'utilisation de médicaments peut être la cause du déclenchement d'un accouchement. Η πρόκληση του τοκετού μπορεί να επιτευχθεί με φάρμακα. |
σκοπόςnom féminin (résultat, effet) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'est dur, mais c'est pour une bonne cause. |
λόγος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La raison du malentendu était une méchante rumeur. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η επιθυμία του να πάρει προαγωγή ήταν η αιτία τη ύπουλης συμπεριφοράς του. |
προκαλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'inflation élevée a causé (or: provoqué) une panique sur le marché. Ο υψηλός πληθωρισμός προκάλεσε πανικό στην αγορά. |
συζητάω, συζητώverbe intransitif (populaire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προκαλώ κτ σε κπ/κτverbe transitif (des dégâts) L'ouragan a causé des dégâts dans plusieurs ville côtières. Η καταιγίδα προκάλεσε καταστροφές σε αρκετές παραλιακές πόλεις. |
είμαι ο λόγοςverbe transitif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Elle se demandait ce qui pouvait causer sa tristesse. Αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος της στενοχώριας του. |
κουβεντιάζωverbe intransitif (familier : bavarder) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεπάγομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Obtenir un diplôme implique énormément de travail. Το να πάρει κανείς πτυχίο συνεπάγεται πολλή και σκληρή προσπάθεια. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les boissons alcoolisées engendrent le péché. |
κάνω, προκαλώ, δημιουργώ(du bruit, un trou,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les chiens ont fait du vacarme dans la rue. Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο. |
προκαλώ, προξενώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les émeutes ont causé la panique à travers le pays. Οι ταραχές προκάλεσαν πανικό σε ολόκληρη τη χώρα. |
προκαλώverbe transitif (un problème) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cela te cause (or: pose) un problème ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ομιλία της μου δημιούργησε μια καινούρια απορία. |
δημιουργώ, προκαλώverbe transitif (avoir pour effets) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mauvaise politique a causé (or: a créé) beaucoup de problèmes au gouvernement. Η λάθος πολιτική δημιούργησε πολλά προβλήματα στην κυβέρνηση. |
προκαλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La soudaine augmentation des prix alimentaires a causé des émeutes. Η ξαφνική αύξηση στις τιμές των τροφίμων προκάλεσε ταραχές. |
προκαλώ, επιφέρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιφέρω, προκαλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses allergies ont provoqué une crise d'asthme. Οι αλλεργίες του προκάλεσαν κρίση άσθματος. |
τελικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les erreurs d'Ursula au travail se sont terminées par un renvoi. Τα λάθη της Ούρσουλα κατέληξαν τελικά στην απόλυσή της. |
αιτίαnom féminin (για κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une étincelle fut la cause de l'explosion. Μία σπίθα ήταν η αιτία της έκρηξης. |
λόγος(για κάτι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tes résultats d'examen sont une bonne raison de faire la fête ! Τα αποτελέσματα των εξετάσεών σου είναι λόγος (or: ευκαιρία) για χαρά! |
συνειδητά, εσκεμμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εξαιτίας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Trop de femmes accusées d'avoir terni l'honneur de leurs proches sont tuées par leur propre famille. |
εμπεριστατωμένος(décision, choix) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Comme Peter voulait prendre une décision éclairée sur l'université qu'il allait fréquenter, il a fait des recherches. Ο Πήτερ ήθελε να πάρει την απόφασή του σχετικά με το πανεπιστήμιο στο οποίο θα πάει έχοντας γνώσει όλων των παραμέτρων και έτσι έκανε την έρευνά του. |
για χάρη κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατηγορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les plaintes des gens étaient une accusation contre la police locale. Τα παράπονα από τους ανθρώπους ήταν ένα κατηγορώ για την τοπική αστυνομία. |
από
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
που ευθύνεται(για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι υπεύθυνοι που εξέτασαν τα αίτια της πυρκαγιάς αποφάνθηκαν ότι ευθύνεται η καλωδίωση που είχε υποστεί βλάβη. |
γιατί, επειδή(εξαιτίας) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Il a eu des devoirs supplémentaires pour les gros mots qu'il avait dits en classe. Του έδωσαν επιπλέον δουλειά για το σπίτι για τις βρισιές που είπε στην τάξη. |
αμφισβητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les autres scientifiques contestent la validité de l'expérience. |
αιτιώδης, αιτιακόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δονητικόςlocution adjectivale (Médecine) (κούνημα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ανάγεται σεlocution adjectivale (χρονικός προσδιορισμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που προκαλείται από...locution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω τα νεύρα μου από την πείνα(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που προκλήθηκε από, με αφορμή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les dégâts causés par la tempête étaient énormes. |
κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si j'ai vraiment faim, je crois bien qu'en désespoir de cause j'arriverais à grignoter une épaule humaine rôtie à la broche, pas trop cuite, avec des herbes de Provence... |
για αυτό το λόγο, εξαιτίας αυτούlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le pont s'est effondré. Pour cette raison, nous devons prendre le ferry. |
σε απόγνωσηlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εξαιτίας(με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Le pique-nique a été annulé à cause de la pluie (or: en raison de la pluie). Το πικ νικ ακυρώνεται εξαιτίας της βροχής. |
λόγω αυτού, εξαιτίας αυτού(assez familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle refuse d'arrêter de fumer et à cause de ça, nous nous séparons. |
γι' αυτό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξαιτίας, λόγω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ως αποτέλεσμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les écoles sont fermées à cause de la neige. |
για καλό σκοπό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο ανεμοστρόβιλος προκάλεσε χάος στο μικρό ψαροχώρι. |
διοργάνωση που ακυρώθηκε λόγω βροχής
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που αδυνατίζειnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αίτιο και αποτέλεσμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La loi du lien de cause à effet (Karma) est un principe important du bouddhisme. |
χαμένη υπόθεσηnom féminin (το γεγονός) Nous ferions mieux d'abandonner le plan, c'est une cause perdue. |
ευγενής σκοπόςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιθανή αιτίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) N'ayant pas de cause probable, sans parler d'un mandat de perquisition, les policiers ne pouvaient pas fouiller la voiture du suspect, dans laquelle ils étaient pourtant persuadés qu'ils trouveraient de la drogue. Χωρίς πιθανή αιτία, πολύ λιγότερο ένταλμα, η αστυνομία δεν μπορούσε να ερευνήσει το αυτοκίνητο του υπόπτου, όπου φύλαγε, ήταν βέβαιοι, αρκετά ναρκωτικά. |
λόγος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les causes de mon départ ne sont pas celles que vous pensez. |
αιτία του κακού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La drogue est la cause de tous les maux. L'argent est la cause de tous les maux. Τα ναρκωτικά είναι η αιτία του κακού. Τα χρήματα είναι η αιτία του κακού. |
υποβόσκουσα αιτίαnom féminin |
τζετ-λαγκ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Παθαίνω τζετ-λαγκ όταν ταξιδεύω και αλλάζω παραπάνω από τέσσερις ζώνες ώρας. |
αιτίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La cause profonde des problèmes est la surpopulation mondiale. |
αιτία θανάτουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Une autopsie peut être pratiquée pour déterminer la cause du décès. |
θανάσιμη βία, φονική βία
|
ημέρα που δεν ανοίγουν τα σχολείο λόγω χιονόπτωσηςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κίνδυνος πυρκαγιάς
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εξαιτίας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο Τζον και η Τζούλι άργησαν λόγω της κίνησης. |
ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les médecins ont remarqué une augmentation des cas de cancer de la peau résultant d'une trop grande exposition au soleil. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι γιατροί σημειώνουν αύξηση του καρκίνου του δέρματος ως αποτέλεσμα της αυξημένης έκθεσης στον ήλιο. |
λόγω, εξαιτίας(με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
πεθαίνω από φυσικά αίτια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) D'après le rapport du médecin légiste, Brown est mort de mort naturelle (or: est décédé de cause naturelle). |
συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπlocution verbale Le syndicat a fait cause commune avec le gouvernement pour empêcher que l'usine ne quitte la ville. |
υποστηρίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill Gates a plaidé sa cause en faveur d'une aide internationale plus importante. |
αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποστηρίζω, υπερασπίζομαιlocution verbale (exprimer son appui) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στηρίζωlocution verbale (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αμφισβητώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θέτω εν αμφιβόλω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλαίω για κπ/κτ
Ne pleure pas à cause de moi. |
ανατρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αυτό το εύρημα ανατρέπει τον πρότερο ισχυρισμό ότι πρόκειται για ένα νέο είδος. |
πείθωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θυμώνω(με κάτι, για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il était en colère à cause de l'échec de son fils. Ήταν θυμωμένος για την αποτυχία του γιου του. |
λόγω, εξαιτίας(με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Je suis arrivé en retard à cause des bouchons. Άργησα λόγω (or: εξαιτίας) της πολλής κίνησης. |
κλαίω για κτ/κπ
Le petit garçon pleurait parce qu'il s'était fait punir.
Mais pourquoi tu pleures ? Το μικρό αγόρι έκλαιγε γιατί το τιμώρησαν. Γιατί στο καλό κλαις; |
τσακώνομαι(για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux hommes se disputaient à propos du prix de la voiture. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cause στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του cause
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.