Τι σημαίνει το bankrupt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bankrupt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bankrupt στο Αγγλικά.

Η λέξη bankrupt στο Αγγλικά σημαίνει που έχει χρεοκοπήσει, που έχει πτωχεύσει, που έχει χρεοκοπήσει, που έχει πτωχεύσει, χρεοκοπημένος, που δεν έχει ίχνος, που δεν έχει, που του λείπει, που υστερεί σε, στείρος, χρεοκοπώ, χρεοκοπημένος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, που έχει ξεμείνει από ιδέες, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, χωρίς ηθική, χωρίς ηθικές αξίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bankrupt

που έχει χρεοκοπήσει, που έχει πτωχεύσει

adjective (person: insolvent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Emily wants to buy a house, but she is bankrupt.
Η Έμιλι θέλει να αγοράσει ένα σπίτι, αλλά είναι αδέκαρη.

που έχει χρεοκοπήσει, που έχει πτωχεύσει

adjective (company: failed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That company is bankrupt; they closed all of their stores last year.
Εκείνη η εταιρεία έχει χρεοκοπήσει. Έκλεισαν όλα τα καταστήματά τους τον περασμένο χρόνο.

χρεοκοπημένος

adjective (company: continuing)

The bankrupt department store downsized as part of a merger deal with another company.
Το χρεοκοπημένο πολυκατάστημα συρρικνώθηκε ως τμήμα μιας συγχώνευσης με άλλη εταιρεία.

που δεν έχει ίχνος

(figurative (lacking good qualities) (από κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Those who criticize her lifestyle are bankrupt of any sort of empathy.
Εκείνοι που κριτικάρουν το λάιφ στάιλ της δεν έχουν κανένα ίχνος συμπόνοιας.

που δεν έχει, που του λείπει, που υστερεί σε

(UK (lacking in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Based on his poor life choices, Shane must be bankrupt of intelligence.
Από τις κακές επιλογές στη ζωή του, ο Σέιν φαίνεται να υστερεί πραγματικά σε νοημοσύνη.

στείρος

adjective (figurative (idea: empty) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As a writer, his ideas are bankrupt and his style unoriginal.
Ως συγγραφέας, οι ιδέες του είναι στείρες και το στυλ καθόλου πρωτότυπο.

χρεοκοπώ

transitive verb (ruin financially)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This mistake will bankrupt the company.
Αυτό το σφάλμα θα χρεοκοπήσει την εταιρεία.

χρεοκοπημένος

noun (person who is insolvent)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A bankrupt who is facing $100,000 in toll payments has taken the matter to court.
Ένας χρεοκοπημένος που πρέπει να πληρώσει $100.000 για διόδια πήγε το θέμα στο δικαστήριο.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (spiritually or emotionally lacking)

Holly is worried that her friend is spiritually bankrupt, so she often tries to convince her to go to church.

που έχει ξεμείνει από ιδέες

adjective (figurative (lacking ideas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω

(be insolvent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company is deep in debt and is likely to go bankrupt soon.

χωρίς ηθική, χωρίς ηθικές αξίες

adjective (lacking morals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That politician accepted bribes because he was morally bankrupt.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bankrupt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bankrupt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.