Τι σημαίνει το aux στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aux στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aux στο Γαλλικά.

Η λέξη aux στο Γαλλικά σημαίνει σε, σε, σε, σε, με, ως, έως, -, με, Α, Α, α, Α, σε, σε, σε, με, σε, σε, σε, να, προς, σε, ανά, σε, σε σχέση με, με, απέναντι σε, με, σε, σε, προς, a, με, με, σε, με, σε, σε, -, να, στην, στις, προς, -, έχει, -, έχει, -, -, περισσότερο από, πιο πολύ από, με, εναπόκειται σε, να, από, μαζί, με, -, πιο απαλός, Ar, κατά την, βγαίνω, όλα, α-, σε, μέχρι, έως, ως, ως, μέχρι, έως, ομάδα Α, που ανήκει στην ομάδα Α, μέσα, στη μόδα, της μόδας, που έχει κιόλας φύγει, -, -, συνεχώς, αδιάκοπα, εκτός έδρας, μέσα, ενθουσιασμένος, προσεκτικός, καυλώνω, γυμνός, δοθείς, ηλιόλουστος, άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος, τρομακτικός, ανατριχιαστικός, αφοσιωμένος, γεμάτος, αναβληθείς, που δικαιούται κτ, ασύλληπτος, εισερχόμενος, εσωτερικός, μόνιμος, πιτσιλωτός, απλός, λιτός, απέριττος, που γίνεται την κατάλληλη στιγμή, ονομαστικός, άχρηστος, πολυχρηστικός, άσεμνος, χυδαίος, πρόστυχος, στριμωγμένος, σφιγμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aux

σε

préposition (dans un lieu) (τοποθεσία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il est à la maison en ce moment.
Είναι στο σπίτι τώρα.

σε

préposition (destination)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il est allé au magasin. Il est allé dîner.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήγε σε ένα εστιατόριο να φάει.

σε

préposition (heure) (χρόνος)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le train part à neuf heures.
Το τρένο φεύγει στις εννιά ακριβώς.

σε

préposition (événement) (παρουσία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Elle est à une réunion.
Είναι σε μια σύσκεψη.

με

préposition (par rapport à)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La table était parallèle au sol. Il a réagi avec tendresse à sa violente réaction.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει τα μέσα δύο πλευρών ενός τριγώνου είναι παράλληλο προς την τρίτη πλευρά και ίσο με το μισό της.

ως, έως

préposition (graduation)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Pendant l'été, les températures vont de trente à quarante degrés Celsius.
Το καλοκαίρι η θερμοκρασία είναι τριάντα με σαράντα βαθμούς Κελσίου.

-

préposition (résultats sportifs,...) (μεταξύ των βαθμών)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Manchester United a remporté le match, quatre à deux.
Η Μάντσεστερ κέρδισε τον αγώνα με 4-2.

με

préposition (moyen)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sa voiture roule au diesel. Tu es venu à pied ?
Το αυτοκίνητό του λειτουργεί με ντίζελ. Ήρθες εδώ με τα πόδια;

Α

nom masculin (Scolaire : notation) (δημοτικό)

J'ai eu un "A" à mon examen d'histoire.
Πήρα 20 στο τεστ ιστορίας.

Α

nom masculin invariable (groupe sanguin) (ομάδα αίματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Je suis de groupe sanguin A.

α

nom masculin invariable (subdivision) (δηλωτικό υποκατηγορίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Quel est la réponse à la question 3a ?

Α

(adresse) (διεύθυνση κτηρίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Qui habitait au 221A Baker Street ?
Ποιος έμενε στην Οδό Μπέικερ 221Α;

σε

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Par exemple : à l'arrière, à part

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

σε

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Nous brûlons peu de calories au repos.

με

préposition (manière)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Nous avons roulé à bonne vitesse.

σε

préposition (responsabilité)

C'est toujours à moi de résoudre les problèmes.
Πάντα πέφτει πάνω μου η ευθύνη να λύσω αυτά τα προβλήματα.

σε

préposition (télévision, cinéma)

Ils l'ont vu à la télé.

σε

préposition (contact)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le combattant a pris un coup à la mâchoire.
Ο πυγμάχος δέχτηκε ένα χτύπημα στο πιγούνι.

να

préposition (aide, secours, rescousse) (ακολουθεί ρήμα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Sarah est venue à la rescousse.
Η Σάρα έτρεξε να βοηθήσει.

προς

préposition (sentiment, émotion)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
À sa grande horreur, le tableau avait disparu.

σε

préposition (toast, souhait) (για πρόποση)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Au couple heureux ! Hourrah ! Hourrah !

ανά

préposition (rendu)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je fais 60 kilomètres au litre avec cette voiture.

σε

préposition (ajout) (δείχνει προσθήκη)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Les frais supplémentaires ont ajouté du sel aux blessures.

σε σχέση με

préposition (opposition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les mûres de cette année sont inférieures à celles de la récolte de l'an dernier.

με

préposition (position relative)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le rail de gauche est parallèle au rail de droite.

απέναντι σε

préposition (réaction) (δείχνει αντίδραση)

Il a réagi avec tendresse à sa violente réaction.

με

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je parle en général, par rapport à vos efforts cette semaine.

σε

préposition (âge)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
À 18 ans, elle est partie vivre avec son copain.
Στα 18 μετακόμισε με το φίλο της. Στην ηλικία των 18 μετακόμισε με το φίλο της.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je suis nul aux échecs.

προς

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Les pommes sont à un dollar la livre.
Η τιμή των μήλων είναι στο 1 ευρώ το κιλό.

a

nom masculin invariable (lettre de l'alphabet) (λατινικό αλφάβητο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il y a deux a dans le prénom « Anna ».
Το όνομα «Άννα» έχει δύο άλφα.

με

préposition

Nous sommes clients à la Citibank depuis des années.
Συνεργαζόμαστε χρόνια με τη Citibank.

με

(qui comporte)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ma voiture, c'est celle avec les bandes rouges.
Το δικό μου είναι το αυτοκίνητο με την κόκκινη ρίγα.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le chat est encore monté sur le toit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πίνακας είναι στον τοίχο.

με

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
C'est l'homme avec la chemise bleu foncé.
Είναι αυτός με το σκούρο μπλε πουκάμισο.

σε

J'habite (dans) une petite ville en France, mais ma famille habite à Londres. Je t'emmènerai dans mon magasin préféré dans le centre-ville.

σε

(suspendre)

Sa veste est sur le portemanteau.

-

(médicament) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Elle est sous antibiotiques.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κάνει δίαιτα.

να

(intention, but) (ακολουθεί ρήμα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il est sorti pour dîner.

στην, στις

(soir, nuit,...) (για ώρα)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Kevin travaille la nuit.
Ο Κέβιν δουλεύει το βράδυ (or: τα βράδια). Το ηλικιωμένο ζευγάρι βγαίνει, πάντα, για βόλτα στις 4 μ.μ.

προς

préposition

-

(avoir, 3e pers du singulier) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Est-ce qu'elle t'a dit à quelle heure elle arrivait ?
Σου είπε τι ώρα να την περιμένουμε;

έχει

(3e personne du singulier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le roi a gracié le prisonnier.

-

verbe transitif (avoir, 3e pers du singulier) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ton frère est sympa mais il n'a pas ton charme.
Ο αδερφός σου είναι αρκετά συμπαθητικός, αλλά δεν έχει τη δική σου γοητεία.

έχει

verbe transitif (avoir, 3e pers du singulier) (τρίτο ενικό του έχω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a une nouvelle voiture.
Έχει ένα καινούριο αυτοκίνητο.

-

préposition (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il y a un supermarché juste au coin (de la rue).
Υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ αμέσως μετά τη γωνία.

-

préposition (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Envoie le compte-rendu à la direction afin que le patron puisse le lire.
Στείλε τις αναφορές στο διευθυντή για να τις διαβάσει.

περισσότερο από, πιο πολύ από

préposition (plutôt que)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je préfère la crème glacée au chocolat.

με

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Elle a acheté des œufs à la douzaine. Nous sommes payés à l'heure.
Αγόρασε αυγά με την ντουζίνα. Πληρωνόμαστε με την ώρα.

εναπόκειται σε

préposition (επίσημος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est à moi de décider, pas à toi.

να

préposition

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
On l'a forcée à reconnaître le vol.

από

préposition (comparaison)

Je préfère le rouge au bleu.
Προτιμώ το κόκκινο από το μπλε.

μαζί

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À nous tous, nous n'avons que dix euros.
Μαζί έχουμε μόνο δέκα ευρώ.

με

(la chandelle)

Nous aimons dîner aux chandelles.

-

préposition (quelque part) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tu étais au pub hier soir ?
Ήσουν στην παμπ χτες;

πιο απαλός

locution adjectivale (υφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ar

(Chimie : élément) (χημεία: αργό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
L'argon, abrégé en « Ar. », est un élément que l'on trouve dans l'atmosphère de la Terre.
Το αργό, που συντομογραφείται ως «Ar», είναι στοιχείο που υπάρχει στην ατμόσφαιρα της Γης.

κατά την

préposition (επίσημο)

Au 20 mars, il n'y avait toujours pas l'argent sur mon compte en banque.

βγαίνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Theresa passe dans deux minutes ! Mais où est-elle partie ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το συγκρότημα βγαίνει σε 10 λεπτά.

όλα

(Sports : résultats) (μεταφορικά: για σκορ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le score est de trente partout pour l'instant.
Αυτή τη στιγμή, το σκορ είναι τριάντα όλα.

α-

préfix

Par exemple : apolitique, arythmie

σε

(transport)

Nous pouvons manger nos sandwichs dans le train.

μέχρι, έως, ως

préposition (date)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Jusqu'à ce jour, l'immeuble original est toujours debout.

ως, μέχρι, έως

préposition (limite)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il avait froid jusqu'aux os après avoir skié.

ομάδα Α

nom masculin (Médecine, sang)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που ανήκει στην ομάδα Α

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το αίμα που ανήκει στην ομάδα Α δεν είναι πολύ συνηθισμένο.

μέσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mets d'abord les piles à l'intérieur et allume-le.
Πρώτα βάλε μέσα τις μπαταρίες και μετά θέσε το σε λειτουργία.

στη μόδα, της μόδας

(dans le vent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les mini-jupes sont à la mode cette saison.
Τα μίνι είναι ιν αυτή την εποχή.

που έχει κιόλας φύγει

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'adore les courses de chevaux. Regarde ! Les chevaux sont prêts à partir.

-

(Cuisine : aliments) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Je vais mettre les pommes de terre à cuire.
Θα βάλω τις πατάτες να γίνονται.

-

locution adverbiale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La musique diminuait peu à peu.
Η μουσική έσβησε σιγά σιγά.

συνεχώς, αδιάκοπα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle insista à de nombreuses reprises.

εκτός έδρας

locution adverbiale (Sports)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'équipe joue à l'extérieur ce week-end.
Η ομάδα παίζει εκτός έδρας αυτή την εβδομάδα.

μέσα

préposition (dans les limites)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La réponse se situe dans (or: à l'intérieur de) la zone normale.

ενθουσιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Το ενθουσιασμένο κουταβάκι έτρεχε στην αυλή σε κύκλους. Η Νελ ξεκινάει το σχολείο αύριο και είναι ενθουσιασμένη.

προσεκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je suis un conducteur prudent.
Είμαι προσεκτικός οδηγός.

καυλώνω

(sexuellement) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il était excité par les photos suggestives.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γύρισε σπίτι καυλωμένος και αμέσως άρχισε να τη φιλάει.

γυμνός

Elle venait de sortir de la douche et était encore nue quand elle répondit au téléphone.
Μόλις είχε βγει από το ντους και ήταν ακόμα γυμνή όταν απάντησε το τηλέφωνο.

δοθείς

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Fais de ton mieux avec le matériel fourni.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κάνε το καλύτερο που μπορείς με τα υλικά που σου έχουν δώσει.

ηλιόλουστος

(journée)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous n'avons pas encore eu de journée ensoleillée ce mois-ci, seulement des nuages et de la pluie.
Έχει λιακάδα σήμερα οπότε θα δουλέψω στον κήπο.

άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul a dit qu'il ne pouvait pas aller au cinéma ce week-end parce qu'il était fauché.
Ο Πολ είπε ότι δεν μπορούσε να πάει στον κινηματογράφο αυτό το σαββατοκύριακο γιατί ήταν ταπί.

τρομακτικός, ανατριχιαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'absence d'émotion dans les yeux de l'homme était effrayante (or: glaçait le sang).
Η έλλειψη συναισθήματος στα μάτια του άνδρα ήταν τρομακτική.

αφοσιωμένος

(écrivain,...)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Η Ντόρις είναι μια αφοσιωμένη στην φιλανθρωπική δράση της εδώ και 40 χρόνια.

γεμάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenny ne parvenait pas à trouver une place dans ce bus bondé.
Η Τζένυ δεν μπορούσε να βρει θέση στο γεμάτο λεωφορείο.

αναβληθείς

(επίσημο)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
La réunion différée a désormais lieu jeudi.
Η αναβληθείσα συνάντηση θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη.

που δικαιούται κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La demande d'aide du demandeur étranger a été rejetée puisqu'il n'était pas éligible.
Η αίτηση του αλλοδαπού για κρατικά επιδόματα απορρίφθηκε, καθώς δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις.

ασύλληπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La police tente de traquer l'insaisissable criminel qui est parvenu à esquiver toutes leurs tentatives à ce jour.
Η αστυνομία προσπαθεί να εντοπίσει τον ασύλληπτο εγκληματία, ο οποίος ως τώρα έχει αποφύγει τις απόπειρες σύλληψής του.

εισερχόμενος

(appel,...)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Το αφικνούμενο τραίνο μετέφερε φορτίο από την ανατολή.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα ήταν όλα εσωτερικά. Η μηχανή έμοιαζε απλά σαν ένα κουτί.

μόνιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Natasha a fait une mission en intérim de trois mois dans l'entreprise, et on lui offre à présent un poste permanent.
Η Νατάσα ήταν εποχιακή στην εταιρεία για τρεις μήνες και τώρα της προσέφεραν μόνιμη θέση εργασίας.

πιτσιλωτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η Τζέιν προτιμούσε τη φούστα με τα πουά από εκείνη με τις ρίγες.

απλός, λιτός, απέριττος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carol était à la recherche d'un style de vie plus épuré, un style de vie plus économe et respectueux de l'environnement.

που γίνεται την κατάλληλη στιγμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand la voiture de la famille est tombée en panne, elle a pensé qu'elle serait bloquée pendant des heures, mais elle a été sauvée par l'arrivée opportune d'un mécanicien.
Όταν το αυτοκίνητο της οικογένειας χάλασε, νόμιζαν ότι θα μείνουν εκεί για ώρες, αλλά σώθηκαν από την έγκαιρη άφιξη ενός μηχανικού.

ονομαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La Reine est le chef nominal de l'État au Royaume-Uni.

άχρηστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'outil s'est révélé inutile et ils n'ont pas pu monter la table ce soir-là.
Το εργαλείο αποδείχθηκε άχρηστο και δεν μπόρεσαν να συναρμολογήσουν το τραπέζι εκείνο το βράδυ.

πολυχρηστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η κολοκύθα είναι ένα λαχανικό που έχει πολλές χρήσεις. Μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις σε πολλά γεύματα, όπως σε σούπες, σε πιάτα με κάρι και σε πιάτα με ζυμαρικά, ενώ μπορείς επίσης να τη σκαλίσεις για να φτιάξεις ένα φαναράκι.

άσεμνος, χυδαίος, πρόστυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a été arrêté pour comportement lubrique dans un lieu public.
Συνελήφθη για άσεμνη συμπεριφορά σε δημόσιο χώρο.

στριμωγμένος, σφιγμένος

(familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά: οικονομικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Je suis un peu fauché pour l'instant. Est-ce que je peux te rembourser la semaine prochaine ?

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aux στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του aux

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.