Τι σημαίνει το attraverso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attraverso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attraverso στο Ιταλικό.

Η λέξη attraverso στο Ιταλικό σημαίνει διασχίζω, περνώ, διασχίζω, διασχίζω, περνώ, περνάω, διασταυρώνομαι, διέρχομαι, περνάω, διασχίζω, περνώ, διασχίζω, περνάω, διατρέχω, διασχίζω, διασχίζω περπατώντας, διασχίζω, ταξιδεύω, διαπερνώ, διατρέχω, διασχίζω, διασχίζω, περνώ, περνάω από κτ, περνώ από κτ, έχω διάρκεια, διασχίζω, διαβαίνω, διασχίζω, διασχίζω, κόβω εγκάρσια, γεφυρώνω, διαπερνώ, μέσα από, μέσα από, εγκάρσια, μέσα από, κατά μήκος, που διασχίζει, μέσω, μέσω, πάνω από, μέσω, η πράξη του να διασχίζεις δρόμο σε λάθος σημείο, περνάω δυσκολίες, οργώνω τις θάλασσες, περνάω δύσκολη περίοδο, καλύπτω όλο το φάσμα, περνάω το δρόμο σε σημείο που δεν υπάρχει διάβαση πεζών, τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ, περνώ βιαστικά από κάπου, πλατσουρίζω, διασχίζω κολυμπώντας, καλύπτω όλο το φάσμα του/της, διασχίζω διαγώνια, βρίσκομαι σε διάπαυση, πετώ πάνω από, πετάω πάνω από, διασχίζω κολυμπώντας, επαναλαμβάνω, αναπαράγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attraverso

διασχίζω, περνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Per attraversare il confine serviva un passaporto valido.
Για να διασχίσεις (or: περάσεις) τον έλεγχο στα σύνορα, χρειαζόσουν ένα έγκυρο διαβατήριο.

διασχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha attraversato la strada quando il traffico si è fermato.
Πέρασε τον δρόμο όταν σταμάτησε η κυκλοφορία.

διασχίζω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I cacciatori hanno dovuto attraversare una folta macchia per raggiungere il cervo ferito.
Οι κυνηγοί έπρεπε να διασχίσουν μια συστάδα δέντρων για να προσεγγίσουν το τραυματισμένο ελάφι.

περνάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante la sua giovinezza in Ruanda Joe patì molte pene che lo hanno reso l'uomo che è oggi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Νίκος πέρασε πολλά στην παιδική του ηλικία.

διασταυρώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È all'incrocio dove Addison Street interseca Sheridan Road.
Είναι στη διασταύρωση όπου η οδός Άντισον συναντάει την οδό Σέρινταν.

διέρχομαι, περνάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ci sono voluti 20 minuti per attraversare il tunnel del Bianco da una parte all'altra.
Μας πήρε είκοσι λεπτά για να περάσουμε από τη σήραγγα Μοντ Μπλαν.

διασχίζω, περνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (viaggiando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando si attraversa il deserto è bene portarsi acqua a sufficienza.

διασχίζω, περνάω, διατρέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A volte attraversiamo la strada per bere qualcosa al pub.

διασχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo attraversato le Montagne Rocciose nella nostra fantastica escursione.

διασχίζω περπατώντας

verbo transitivo o transitivo pronominale (a piedi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Attraversa il ponte per arrivare a quella parte della città. Ho dovuto attraversare tutta York per trovare casa tua.
Απλά διέσχισε περπατώντας τη γέφυρα για να πας στην άλλη πλευρά της πόλης. Έπρεπε να διασχίσω περπατώντας όλο το Γιορκ για να βρω το σπίτι σου.

διασχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al momento l'esercito sta attraversando il bosco nel suo percorso verso la città.
Ο στρατός αυτήν τη στιγμή διασχίζει το δάσος και κατευθύνεται προς την πόλη.

ταξιδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abbiamo attraversato le montagne del West Virginia.

διαπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dolore gli ha attraversato il braccio dopo che ha preso un colpo al gomito.
Όταν χτύπησε τον αγκώνα του, ο πόνος διαπέρασε όλο το μπράτσο του.

διατρέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La catena di montagne attraversa mezzo paese.

διασχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha attraversato le vaste pianure, pensando a casa sua.

διασχίζω, περνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (viaggiando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se si attraversano le Alpi d'inverno, è consigliabile essere attrezzati.

περνάω από κτ, περνώ από κτ

Prima devi passare la dogana e poi devi attendere il bagaglio.
Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου.

έχω διάρκεια

verbo transitivo o transitivo pronominale (un arco di tempo)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La sua carriera nel cinema ha attraversato quarant'anni.

διασχίζω, διαβαίνω

(ποτάμι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I pionieri guadarono con attenzione il fiume.

διασχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'inverno si fece più rigido mentre le truppe attraversavano il fronte a est.

κόβω εγκάρσια

(figurato: una strada)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γεφυρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un ponte scavalcava il burrone.
Μια γέφυρα εκτεινόταν πάνω από το φαράγγι.

διαπερνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo squadrone ha penetrato le difese del nemico.
Η μοίρα διαπέρασε την άμυνα του εχθρού. Ο ήλιος διαπέρασε τα σύννεφα.

μέσα από

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La pallottola è passata attraverso il suo corpo.
Η σφαίρα πέρασε μέσα από το σώμα του.

μέσα από

preposizione o locuzione preposizionale

Ha guidato attraverso la città senza nemmeno fermarsi per una visita.

εγκάρσια

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέσα από

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Un mattone è volato in cucina attraverso la finestra.

κατά μήκος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lungo il fiume corre una ringhiera di sicurezza.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Υπάρχει ένας φράχτης κατά μήκος του ποταμού, για ασφάλεια.

που διασχίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'è una scorciatoia attraverso i campi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η γέφυρα πάνω από τον ποταμό είναι εκπληκτικό μέρος για να δει κανείς το ηλιοβασίλεμα.

μέσω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha volato da Khartoum a Kathmandu passando per Dubai.
Πέταξε από το Χαρτούμ στο Κατμαντού μέσω Ντουμπάι.

μέσω

preposizione o locuzione preposizionale (με γενική)

Non puoi semplicemente inviarlo via e-mail?
Δεν μπορείς απλά να το στείλεις με email;

πάνω από

preposizione o locuzione preposizionale

Il ladro saltò al di sopra del muro e scappò.
Ο κλέφτης πήδηξε πάνω από τον φράκτη και το έσκασε.

μέσω

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I fertilizzanti arrivano alla baia tramite i detriti portati dal temporale.

η πράξη του να διασχίζεις δρόμο σε λάθος σημείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Attraversare la strada fuori dalle strisce sembra una piccola cosa, ma può provocare incidenti gravi.

περνάω δυσκολίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οργώνω τις θάλασσες

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά, λόγιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho attraversato mari e monti per trovarmi una moglie per scoprire che abitava da sempre nella casa accanto.
Έφαγα τον κόσμο να βρω νύφη κι αυτή τελικά έμενε δίπλα μου όλον αυτό τον καιρό.

περνάω δύσκολη περίοδο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pippa ha un sacco di problemi, sta attraversando un momento difficile.

καλύπτω όλο το φάσμα

(di [qlcs])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nel sentire le notizie, Bella attraversò tutta la gamma delle emozioni, dalla paura alla felicità.

περνάω το δρόμο σε σημείο που δεν υπάρχει διάβαση πεζών

verbo intransitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pioveva così forte che ho dovuto guadare l'acqua per arrivare a casa mia.

περνώ βιαστικά από κάπου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλατσουρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A quanto pare mi tocca guadare il torrente per attraversarlo: non c'è un ponte nel raggio di chilometri.

διασχίζω κολυμπώντας

verbo transitivo o transitivo pronominale

καλύπτω όλο το φάσμα του/της

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διασχίζω διαγώνια

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'autostrada attraversa la regione e passa attraverso due grandi città.

βρίσκομαι σε διάπαυση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πετώ πάνω από, πετάω πάνω από

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abbiamo attraversato in volo il continente in meno di cinque ore.

διασχίζω κολυμπώντας

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non c'è stato qualcuno che ha attraversato a nuoto il Canale della Manica la scorsa estate?

επαναλαμβάνω, αναπαράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (una fase) (μοτίβα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attraverso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.