Τι σημαίνει το arrivi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arrivi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arrivi στο Ιταλικό.

Η λέξη arrivi στο Ιταλικό σημαίνει φτάνω, φτάνω, έρχομαι, φτάνω ψηλά, φτάνω, επικείμενος, επαπειλούμενος, φτάνω, έρχομαι οδηγώντας, έρχομαι, φτάνω, έρχομαι, έρχομαι, φτάνω, φτάνω, φτάνω, πλησιάζω, προσεγγίζω, καταλήγω, φτάνω, καταφτάνω, φτάνω, έρχομαι, έρχομαι, έρχομαι, τερματίζω, τερματίζω, φτάνω κάπου, υπονοώ, υπαινίσσομαι, εμφανίζομαι, τι πρόκειται να συμβεί, έρχομαι, συμβαίνω, καταλήγω, φτάνω, φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω, παίρνω, τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω, εμφανίζομαι, μπαίνω, προχωράω σε κτ, εμφανίζομαι, πλανιέμαι, αιωρούμαι, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω, πλησιάζω, άφιξη, αφιχθείς, ερχομός, έλευση, τέρμα, είσοδος, φτάνω, φτάνω, φτάνω ως, φτάνω μέχρι, φτάνω, φτάνω, φτάνω, φτάνω, καταλήγω, δεν πετυχαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, χάνω, κορυφώνομαι, ξεπερνώ, περνώ, φτάνω στα άκρα, συνεχίζω, συνεχίζομαι, φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα, φτάνω στο σημείο να, έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό, φτάνω, καθυστερώ, είμαι αργοπορημένος, αποδέχομαι, μπαίνω στο ψητό, αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ, παίρνει το αυτί μου κτ, είμαι στο τσακ για κτ, καταλήγω σε συμφωνία, αντέχω μέχρι το τέλος, πηγαίνω μπροστά, φτάνω σπίτι, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, διαρρέω, έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος, έρχομαι αεροπορικώς, φτάνω, ισορροπώ, φτάνω με αυτοκίνητο, κατακλύζω, πλημμυρίζω, γεμίζω, συρρέω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arrivi

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando arriverò la mia famiglia mi starà aspettando.
Η οικογένειά μου θα με περιμένει όταν φτάσω.

φτάνω, έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Έχει φτάσει (or: έρθει) η ώρα να παντρευτείτε εσείς οι δυο.

φτάνω ψηλά

(raggiungere il successo) (μτφ: πετυχαίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando David è stato promosso, gli è parso di essere finalmente arrivato.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il suono si protende in lontananza, ma nessuno ascolta.

επικείμενος, επαπειλούμενος

(essere imminente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non si sa mai quando arriveranno altre cattive notizie.

έρχομαι οδηγώντας

(con l'auto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono rimasto sorpreso vedendolo arrivare con una vistosa auto sportiva.
Ξαφνιάστηκα που τον είδα να έρχεται οδηγώντας ένα φανταχτερό σπορ αυτοκίνητο.

έρχομαι

verbo intransitivo (φτάνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A che ora arrivano?
Τι ώρα θα έρθουν;

φτάνω, έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La partita di ricambi non è arrivata per cui non saremo in grado di onorare l'ordine.
Δεν έφτασε το φορτίο με τα εξαρτήματα, γι' αυτό δεν θα μπορέσουμε να εκτελέσουμε εκείνη την παραγγελία.

έρχομαι

verbo intransitivo (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'inverno sta arrivando.
Έρχεται ο χειμώνας.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Proprio in quel momento arrivò su una macchina nuova fiammante.
Εκείνη τη στιγμή έφτασε με ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο.

φτάνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La linea degli autobus non arriva così lontano.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το λεωφορείο δεν έρχεται ως εδώ.

φτάνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nostra proprietà arriva giù fino al fiume.
Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι.

πλησιάζω, προσεγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono arrivate due macchine fuori di casa.
Δύο αυτοκίνητα πλησίασαν το σπίτι.

καταλήγω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω, καταφτάνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono arrivati alla prima a bordo di una limousine.
Έφτασαν στην πρεμιέρα με μια μεγάλη λιμουζίνα.

φτάνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando ci arriveremo?
Πότε θα φτάσουμε;

έρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pioggia arrivò dal nulla.

έρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono arrivato da Chicago ieri.

έρχομαι, τερματίζω

(corse, gare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mio cavallo è arrivato terzo ed ho vinto duecento dollari.

τερματίζω

(terminare una gara)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mio cavallo è arrivato terzo.

φτάνω κάπου

verbo intransitivo

Il volo per gli Stati Uniti dura dieci ore: saremo molto stanchi quando arriveremo lì.

υπονοώ, υπαινίσσομαι

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dove vuoi arrivare con questo discorso?
Τι υπονοείς;

εμφανίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Υποτίθεται ότι θα βρισκόμασταν για τσάι στις πέντε, αλλά δεν εμφανίστηκε.

τι πρόκειται να συμβεί

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non importa che progetti abbiamo, non sappiamo mai davvero quello che verrà.

έρχομαι, συμβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le cose buone arrivano a chi sa aspettare.

καταλήγω

(arrivare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prendendo la metro speravo di ritrovarmi nel centro di Parigi.
Παίρνοντας το μετρό ήλπιζα να καταλήξω στο κάντρο του Παρισιού.

φτάνω

(formale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cammino più velocemente di lui, quindi aspetto ad ogni angolo che lui mi raggiunga.
Περπατάω πιο γρήγορα από ότι εκείνος, γι' αυτό τον περιμένω σε κάθε γωνία να με φτάσει.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai ricevuto il messaggio che ti ho mandato?
Πήρες το μήνυμα που σου έστειλα;

τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Δεν με νοιάζει αν θα κερδίσω τον αγώνα. Θέλω απλώς να μην τερματίσω τελευταίος.

εμφανίζομαι, μπαίνω

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ήμουν 30 χρονών, όταν εμφανίστηκε στη ζωή μου ο Τζέισον και την άλλαξε μια για πάντα.

προχωράω σε κτ

(tema, argomento)

L'oratore ha introdotto il tema fornendo al pubblico alcuni elementi del contesto storico.

εμφανίζομαι

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλανιέμαι, αιωρούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non mi aspettavo che arrivasse alla mia festa dato che non l'avevo invitato. Non si poteva mai dire quando sarebbe arrivato perché non era mai puntuale.
Δεν περίμενα να εμφανιστεί στο πάρτι μου αφού δεν τον είχα καλέσει. Κανείς δεν έλεγε πότε θα εμφανιστεί (or: παρουσιαστεί). Πάντα αργούσε.

πλησιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attenzione spacciatori: la polizia sta arrivando.

άφιξη

(l'arrivare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gentili passeggeri, vi preghiamo di prepararvi per l'arrivo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο ερχομός της του έδωσε μεγάλη χαρά.

αφιχθείς

sostantivo maschile (figurato: passeggero in arrivo) (λόγιο)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
Il suo lavoro consisteva nell'accogliere gli arrivi alla stazione ferroviaria nel corso della giornata.
Η δουλειά της ήταν να υποδέχεται, όλη μέρα, τους αφιχθέντες στον σιδηροδρομικό σταθμό.

ερχομός

(venuta, comparsa) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Non erano pronti per l'arrivo della rivoluzione internet.
Δεν ήταν προετοιμασμένοι για την έλευση της επανάστασης του ίντερνετ.

έλευση

sostantivo maschile (λόγιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'arrivo dell'inverno ha portato la neve.

τέρμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È arrivato per primo al traguardo.
Έφτασε πρώτη στο τέρμα.

είσοδος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ingresso in scena dell'attore segnò una nuova fase della trama.
Η είσοδος του ηθοποιού στη σκηνή σηματοδοτούσε με νέα φάση της πλοκής.

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα πόδια του ήταν τόσο μακριά που έφταναν στην άκρη του κρεβατιού.

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La temperatura dovrebbe raggiungere i 30°C oggi.
Η θερμοκρασία αναμένεται να φτάσει τους 30°C σήμερα.

φτάνω ως, φτάνω μέχρι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abbiamo giusto la benzina che ci serve per raggiungere il primo distributore.
Τα καύσιμα μας φτάνουν ίσα για να φτάσουμε ως το επόμενο βενζινάδικο.

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sei già arrivato a Philadelphia? Se non ancora, continua a guidare.
Φτάσατε στη Φιλαδέλφεια; Αν όχι, συνεχίστε να οδηγείτε.

φτάνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrivi a quei bicchieri sullo scaffale più in alto?
Φτάνεις τα ποτήρια στο πάνω ράφι;

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il treno è arrivato a destinazione in tempo.
Το τρένο έφτασε στον προορισμό του στην ώρα του.

φτάνω, καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il matematico ha lavorato per raggiungere la soluzione.
Ο μαθηματικός προσπαθούσε να φτάσει στο αποτέλεσμα.

δεν πετυχαίνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il battitore ha mancato la palla.
Ο ροπαλοφόρος δεν πέτυχε την μπάλα.

κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

(figurato: capire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald non riusciva ad afferrare il concetto complicato che l'insegnante cercava di spiegargli.
Ο Τζέραλντ δεν μπορούσε να κατανοήσει την πολύπλοκη έννοια που προσπαθούσε να εξηγήσει ο δάσκαλός του.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il portiere ha mancato la palla.
Ο τερματοφύλακας έχασε τη μπάλα.

κορυφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όταν κορυφώνεται η ιστορία έχουν απομείνει μόνο δυο χαρακτήρες.

ξεπερνώ, περνώ

(vincere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scommetto che ti batteremo! Guidiamo molto più rapidamente.

φτάνω στα άκρα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I più grandi atleti sono preparati ad arrivare al limite per raggiungere il successo.

συνεχίζω, συνεχίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La battaglia continuava e gli attacchi continuavano ad arrivare.

φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα

Il mio amico è arrivato all'improvviso qui in città, stasera andremo a cena insieme a lui.

φτάνω στο σημείο να

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono arrivato a un punto nella mia vita in cui non mi interessa più fare baldoria tutte le sere.

έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prima della fine della serata il suo fidanzato e il suo ex avevano litigato.
Πριν τελειώσει η βραδιά, ο αρραβωνιαστικός της και ο πρώην της πιάστηκαν στα χέρια.

βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È difficile che le persone raggiungano un compromesso quando gli obiettivi di ciascuno sono molto diversi.

φτάνω

verbo intransitivo (σε προορισμό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Potresti dover cambiare treno e prendere un autobus per arrivare a destinazione.
Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξεις τρένο και να πάρεις λεωφορείο πριν φτάσεις.

καθυστερώ, είμαι αργοπορημένος

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stamattina abbiamo una riunione di reparto quindi non posso essere in ritardo.
Έχουμε μια σύσκεψη τμήματος το πρωί, οπότε δεν τολμώ να καθυστερήσω. Μην καθυστερήσεις στον ίδιο σου το γάμο.

αποδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Rich ci vollero anni per riuscire ad accettare la morte del padre.

μπαίνω στο ψητό

verbo intransitivo (figurato: sintetizzare) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνει το αυτί μου κτ

(pettegolezzi)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι στο τσακ για κτ

(figurato, informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταλήγω σε συμφωνία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντέχω μέχρι το τέλος

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω μπροστά

verbo intransitivo (figurato: avere successo) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia sorella è una scrittrice di talento; andrà lontano.

φτάνω σπίτι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono appena arrivato a casa dal lavoro. Chiamami appena arrivi a casa.
Μόλις έφτασα σπίτι από τη δουλειά. Τηλεφώνησέ μου όταν φτάσεις σπίτι.

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

verbo intransitivo (σε αγώνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono arrivato ultimo alla gara.

διαρρέω

verbo intransitivo (notizie) (για πληροφορίες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος

verbo intransitivo

έρχομαι αεροπορικώς

verbo intransitivo

Justin ha in programma di arrivare in aereo lunedì.
Ο Τζάστιν σκοπεύει να έρθει αεροπορικώς τη Δευτέρα.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John è arrivato a Cambridge verso le cinque.
Ο Τζον έφτασε στο Κέιμπριτζ περίπου στις 5.

ισορροπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω με αυτοκίνητο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατακλύζω, πλημμυρίζω, γεμίζω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le lamentele arrivarono in massa appena furono diffusi i commenti critici sull'operato del premier.

συρρέω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono arrivate lettere di congratulazioni a pacchi dopo il nostro matrimonio.
Μετά το γάμο μας συνέχισαν να συρρέουν ευχετήρια γράμματα.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arrivi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.