Τι σημαίνει το apart στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apart στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apart στο Αγγλικά.

Η λέξη apart στο Αγγλικά σημαίνει που έχει χωρίσει, διαφορετικός, ξεχωριστός, μακριά από κπ/κτ, -, που ξεχωρίζει, χώρια, χωριστά, ξεχωριστά, ξέχωρα, καταστρέφω, διαλύομαι, συνθλίβομαι, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, διασπώ, διαλύω, διαλύομαι, σπάω στα δύο, διαχωρίζω, διαιρώ, απομακρύνομαι, απομακρύνομαι, χάνομαι, ζω χωριστά, ζω χώρια, χωρίζω, χωρίζω, διαλύω, ξεμοντάρω, αποσυναρμολογώ, κριτικάρω, ασκώ κριτική, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω, φυλάω, κρατάω, χωρίζω, χωρίζομαι, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, σκίζω, καταστρέφω, συντρίβω, θάβω, ξεχωρίζω, εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, μακριά από, χωριστά, χώρια, είμαι η μέρα με τη νύχτα, ξηλώνονται οι ραφές, πάω στραβά, καταρρέω, χωρίζω, χωρίζομαι, απομακρύνομαι, διαλύομαι, διαλύομαι, μακριά, ανοίγω με το ζόρι, επικρίνω, σκίζω, σχίζω, ξεσκίζω, ξεσχίζω, ξεσκίζω, ξεσχίζω, διαχωρίζω, σκισμένος, ξεσκισμένος, συντετριμμένος, διαλυμένος, καταρρακωμένος, συντετριμμένος, χωρισμένος, σε άλλον πλανήτη, σε άλλον κόσμο, εντελώς διαφορετικός, που δεν έχει καμία σχέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apart

που έχει χωρίσει

adjective (separated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oh, you haven't heard that they've been apart for five months?
Δεν έχεις ακούσει ότι έχουν χωρίσει εδώ και πέντε μήνες;

διαφορετικός, ξεχωριστός

adjective ([sth]: separated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Those musicians are a breed apart.
Αυτοί οι μουσικοί είναι πολύ διαφορετικοί (or: ξεχωριστοί).

μακριά από κπ/κτ

adverb (at a distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They lived apart for years--she in Madrid, and he in Washington. These cities are thousands of miles apart.
Έζησαν χωριστά για χρόνια. Αυτή ήταν στη Μαδρίτη κι αυτός στην Ουάσινγκτον.

-

adverb (into pieces) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He took the table apart before moving it to his new house.
Αποσυναρμολόγησε το τραπέζι πριν μετακομίσει στο καινούριο του σπίτι.

που ξεχωρίζει

adjective (with special qualities)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beethoven was apart from all his contemporaries.

χώρια, χωριστά, ξεχωριστά, ξέχωρα

adverb (not with the rest, separated) (όχι μαζί)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Keep the soy sauce apart from the rice until you eat it.
Φυλάξτε τη σάλτσα σόγιας χώρια από το ρύζι μέχρι να τα φάτε.

καταστρέφω

phrasal verb, transitive, separable (destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The blast from the bomb blew the building apart.

διαλύομαι, συνθλίβομαι

phrasal verb, intransitive (literal (fall to pieces)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dam broke apart because of the force of flood waters.

αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω

phrasal verb, transitive, separable (disassemble)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασπώ, διαλύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (destroy) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This zoning issue will break apart the community.

διαλύομαι

phrasal verb, intransitive (fall to pieces)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The delicate necklace came apart in Gisela's hands.

σπάω στα δύο

phrasal verb, transitive, separable (break open or in two)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαχωρίζω, διαιρώ

phrasal verb, transitive, separable (separate, divide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (friends, couple: lose closeness) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sometimes friends will drift apart over time.
Κάποιες φορές οι φίλοι απομακρύνονται με το πέρασμα του χρόνου.

απομακρύνομαι, χάνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (friends: become less intimate) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We were best friends in high school, but we have since grown apart.

ζω χωριστά, ζω χώρια

phrasal verb, intransitive (not cohabit)

They are still married, but they live apart, in different towns.

χωρίζω

phrasal verb, intransitive (separate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The curtains moved apart to reveal the actors on the stage.

χωρίζω

phrasal verb, transitive, separable (separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαλύω, ξεμοντάρω, αποσυναρμολογώ

phrasal verb, transitive, separable (literal (disassemble, take to pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When she saw that her inquisitive son had pulled apart the stereo, she scolded him.

κριτικάρω, ασκώ κριτική

phrasal verb, transitive, separable (figurative (criticize harshly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The following speaker pulled my theory apart.

διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω

phrasal verb, transitive, separable (distinguish, make different)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stein's intelligence sets him apart from other soccer players.
Η εξυπνάδα του Στάιν τον ξεχωρίζει από άλλους ποδοσφαιριστές.

φυλάω, κρατάω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (reserve, put aside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The family set one bedroom apart for use by guests.
Η οικογένεια κράτησε το ένα υπνοδωμάτιο για να το χρησιμοποιεί για τους επισκέπτες.

χωρίζω, χωρίζομαι

phrasal verb, intransitive (become separated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω

phrasal verb, transitive, separable (dismantle, disassemble)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was a good mechanic and could take an engine apart in less than three hours.
Ήταν καλή μηχανικός και μπορούσε να αποσυναρμολογήσει έναν κινητήρα σε λιγότερο από τρεις ώρες.

σκίζω

phrasal verb, transitive, separable (rip to pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tore apart the green pear with his bare hands.

καταστρέφω

phrasal verb, transitive, separable (destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ten years of war has torn the city apart.

συντρίβω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (devastate emotionally) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Getting a cancer diagnosis can tear you apart.
Η διάγνωση του καρκίνου μπορεί να σε συντρίψει.

θάβω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (give negative opinions of) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The art critic just tore apart the painting.
Ο κριτικός τέχνης μόλις έθαψε τον πίνακα.

ξεχωρίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (distinguish between)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The twins are so alike that it's not easy to tell them apart.
Τα δίδυμα μοιάζουν τόσο πολύ που δεν είναι εύκολο να τα ξεχωρίσεις.

εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου

conjunction (except)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Apart from me, none of my classmates delivered the composition on time.
Κανείς από τους συμμαθητές μου εκτός από μένα δεν παρέδωσε την έκθεση εγκαίρως.

μακριά από, χωριστά, χώρια

adjective (separate from, away from)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He built his house apart from the rest of the village.
Έχτισε το σπίτι του μακριά από το υπόλοιπο χωριό.

είμαι η μέρα με τη νύχτα

verbal expression (figurative (have opposed positions) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξηλώνονται οι ραφές

verbal expression (come unstitched) (ενός υφάσματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sofa cushion is coming apart at the seams so the stuffing is sticking out.

πάω στραβά

verbal expression (figurative (go wrong)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The proposed merger appears to be coming apart at the seams.

καταρρέω

verbal expression (figurative (lose control of emotions) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She started getting frazzled when she lost her job; now her husband has left her, and she's really coming apart at the seams.

χωρίζω

(separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You have to draw apart the halves of the avocado before you can scoop out the pulp.

χωρίζομαι

(move in opposite directions) (προς αντίθετες κατευθύνσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνομαι

(separate gradually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Asia and North America were once joined, but over the millennia, they drifted apart.

διαλύομαι

(physically: into pieces)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cheaply made umbrellas fall apart quickly.
Οι ομπρέλες που φτιάχνονται με φτηνά υλικά διαλύονται γρήγορα.

διαλύομαι

(figurative (emotionally: lose control) (μεταφορικά: χάνω τον έλεγχο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is important not to fall apart when things don't go exactly your way.
Είναι σημαντικό να μην διαλυθείς, όταν τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς όπως τα θέλεις.

μακριά

adjective (distant) (ο ένας από τον άλλο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
China and Romania enjoy a long-standing friendship though the two countries are far apart.

ανοίγω με το ζόρι

(prise open) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the elevator was stuck, he had to force the doors apart to get out.

επικρίνω

verbal expression (find many faults with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκίζω, σχίζω

(tear open)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Impatient to see her present, Naomi ripped the packaging apart.

ξεσκίζω, ξεσχίζω

(tear into pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hounds ripped the fox apart.

ξεσκίζω, ξεσχίζω

(slang, figurative (criticize harshly) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The critics ripped the author apart.

διαχωρίζω

(separate gently)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκισμένος, ξεσκισμένος

adjective (informal (ripped to pieces)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

συντετριμμένος

adjective (figurative (ravaged)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Following the guerilla insurgencies, little remained of the torn-apart colony.

διαλυμένος

adjective (figurative (separated) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Divorces can result in torn-apart families, living in separate parts of the country.
Τα διαζύγια οδηγούν σε διαλυμένες οικογένειες που ζουν σε διαφορετικά σημεία της χώρας.

καταρρακωμένος, συντετριμμένος

adjective (informal, figurative (emotionally devastated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She was torn apart over her mother's death.

χωρισμένος

adjective (separated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It's not a bad portrait except that his eyes are too wide apart.

σε άλλον πλανήτη, σε άλλον κόσμο

adjective (figurative (in different environments) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I read letters from my friend in Africa I realize we are worlds apart.
Όταν διάβασα τα γράμματα του φίλου μου από την Αφρική κατάλαβα ότι είναι σαν να ζούμε σε άλλον πλανήτη.

εντελώς διαφορετικός, που δεν έχει καμία σχέση

adjective (figurative (totally different)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The two proposals are worlds apart: we'll have to work out a compromise.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apart στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του apart

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.