Τι σημαίνει το annullare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης annullare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του annullare στο Ιταλικό.

Η λέξη annullare στο Ιταλικό σημαίνει αναιρώ, ακυρώνω, ακυρώνω, ματαιώνω, διορθώνω, επανορθώνω, ακυρώνω, καταργώ, ακυρώνω, καθιστώ άκυρο και άνευ νομικής ισχύος, ακυρώνω, ακυρώνω, ματαιώνω, σταματάω, σταματώ, αναιρώ, ακυρώνω, ανατρέπω, αναιρώ, αποσύρω, ακυρώνω, ανατρέπω, αναιρώ, ακυρώνω, ανακαλώ, ματαιώνω, ακυρώνω, ανακαλώ, αποσύρω, ακυρώνω, ανακαλώ, ακυρώνω, αναιρώ, αφανίζω, αντισταθμίζω, λύω, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, ανακαλώ, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, ακυρώνω, διαγράφομαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης annullare

αναιρώ, ακυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informatica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cambio di formattazione era un disastro, quindi Kirsty lo annullò.
Η αλλαγή στη μορφοποίηση ήταν σκέτη καταστροφή και έτσι η Κίρστι την αναίρεσε.

ακυρώνω, ματαιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (disdire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I responsabili hanno cancellato la partita a causa della pioggia.
Οι αρχές ακύρωσαν τον αγώνα λόγω της βροχής.

διορθώνω, επανορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se Tom è arrabbiato è colpa tua: sei stato tu, quindi ora sei tu che devi trovare un modo per tornare indietro!
Εσύ φταις που ο Τομ είναι αναστατωμένος· εσύ το έκανες οπότε τώρα πρέπει να βρεις τρόπο να επανορθώσεις!

ακυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rendere nullo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ufficio postale ha invalidato il francobollo e consegnato la lettera.
Το ταχυδρομείο ακύρωσε το γραμματόσημο και παρέδωσε το γράμμα.

καταργώ, ακυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La legge ha lo scopo di annullare una sentenza vecchia di cent'anni.
Ο νόμος στοχεύει να ακυρώσει μια δικαστική απόφαση που υπάρχει εδώ και έναν αιώνα.

καθιστώ άκυρο και άνευ νομικής ισχύος

Entrambe le parti concordarono di rendere nullo il contratto.

ακυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακυρώνω, ματαιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La scampagnata cittadina annuale è stata annullata per pioggia.
Το ετήσιο πικ νικ της πόλης ακυρώθηκε (or: ματαιώθηκε) εξαιτίας της βροχής.

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε εξέλιξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tecnici hanno annullato il lancio dopo che sono falliti due test.
Οι τεχνικοί σταμάτησαν την εκτόξευση όταν οι δυο δοκιμές απέτυχαν.

αναιρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giudice ha annullato il verdetto.

ακυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La revisione del processo ha reso nulli gli effetti della prima sentenza.

ανατρέπω, αναιρώ, αποσύρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha annullato il suo provvedimento sulla tassazione degli alcolici.
Η κυβέρνηση πήρε πίσω την πολιτική της για τη φορολόγηση των οινοπνευματωδών.

ακυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La corte suprema ha annullato le leggi di stato sulla segregazione.

ανατρέπω, αναιρώ, ακυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο δικαστής ακύρωσε την ετυμηγορία του κατώτερου δικαστηρίου.

ανακαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ανακλήθηκε μετά από τρεις μέρες ησυχίας.

ματαιώνω, ακυρώνω

(figurato: abbandonare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima abortiamo questo progetto inutile, meglio è.
Όσο γρηγορότερα ματαιώσουμε (or: ακυρώσουμε) αυτό το χαζό σχέδιο, τόσο το καλύτερο.

ανακαλώ, αποσύρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azienda ha annullato l'offerta di impiego quando si è resa conto che il candidato aveva dichiarato il falso nel suo curriculum.

ακυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giudice invalidò il verdetto di colpevolezza e liberò l'imputato.

ανακαλώ, ακυρώνω, αναιρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφανίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il bombardamento ha cancellato il villaggio indifeso.

αντισταθμίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riuscirà mai a compensare la sua mancanza di talento naturale.
Δεν θα μπορέσει ποτέ να αντισταθμίσει την έλλειψη έμφυτου ταλέντου.

λύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (annullare) (λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qual è la procedura legale per annullare un matrimonio?

αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Allora, vediamoci martedì. Oh, in realtà martedì non va bene, cancellalo; facciamo mercoledì invece.
Λοιπόν, ας συναντηθούμε την Τρίτη. Αλλά όχι δεν είναι καλά την Τρίτη, αφήστε το (or: ξεχάστε το). Θα το κάνουμε καλύτερα την Τετάρτη.

ανακαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (leggi, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno contestato i tentativi di revocare le riforme elettorali.
Διαμαρτυρήθηκαν για τις προσπάθειες να ανακληθούν οι εκλογικές μεταρρυθμίσεις.

αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quindi, se potessimo vederci martedì... No, aspetta, cancellalo, facciamo giovedì.

ακυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La corte suprema abrogò la legge.

διαγράφομαι από κτ

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του annullare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.