Τι σημαίνει το barrel στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης barrel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του barrel στο Αγγλικά.
Η λέξη barrel στο Αγγλικά σημαίνει βαρέλι, βαρέλι, κάννη, βαρέλι, βαρέλι, κύλινδρος, κορμός, βαρέλι, τρέχω, η ψυχή του πάρτι, ξεκαρδιστικός, γαλβανοπλαστική σε περιστρεφόμενο κάδο, ελιγμός αυτόπεριστροφής, εκτελώ ελιγμό αυτόπεριστροφής, σωματώδης, χαμηλής ποιότητας, βήτα διαλογής, χωριάτικος, επαρχιώτικος, έχω το πάνω χέρι, πλήρως, εντελώς, ολοκληρωτικά, στο έλεος κπ, ψηφοθηρικός, πορεύομαι με ό,τι έχω, βαρελάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης barrel
βαρέλιnoun (large wooden keg) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Some people have gone over Niagara Falls in a barrel. Μερικοί άνθρωποι πέρασαν τους Καταρράκτες του Νιαγάρα μέσα σε βαρέλι. |
βαρέλιnoun (keg for beer) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There will be several barrels of beer at the party. Θα υπάρχουν αρκετά βαρέλια μπύρας στο πάρτυ. |
κάννηnoun (tube-shaped part of a gun) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The policemen polished the barrel of his gun before replacing it in its holster. Ο αστυνομικός γυάλισε την κάννη του όπλου του πριν το βάλει στη θήκη του. |
βαρέλιnoun (cask in which wine is aged) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The barrels are stored in a climate-controlled warehouse to properly age the wine. Τα βαρέλια αποθηκεύονται σε μια αποθήκη με ελεγχόμενο κλιματισμό για να παλαιώσει σωστά το κρασί. |
βαρέλιnoun (unit of petroleum: 42 gallons) (μονάδα μέτρησης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The price of oil barrels has reached a record high. Η τιμή των βαρελιών πετρελαίου έχει αγγίξει το υψηλότερο σημείο. |
κύλινδροςnoun (cylindrical part of a machine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κορμόςnoun (belly, torso of animal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The stout pony had a firm barrel and stocky legs. |
βαρέλιnoun (amount a barrel can hold) (ποσότητα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The earthquake damage caused 40 barrels of wine to be spilled. |
τρέχωintransitive verb (informal (move quickly) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Omar barreled down the driveway. |
η ψυχή του πάρτιnoun (informal, figurative (person: cheerful, amusing) (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) She's OK to talk to, but she's hardly a barrel of laughs. |
ξεκαρδιστικόςnoun (informal, figurative (thing, event: funny) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This documentary is interesting, but I wouldn't say it's a barrel of laughs. |
γαλβανοπλαστική σε περιστρεφόμενο κάδοnoun (method of electroplating metal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελιγμός αυτόπεριστροφήςnoun (aircraft maneuver: rotation) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εκτελώ ελιγμό αυτόπεριστροφήςintransitive verb (aircraft: perform a rotation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σωματώδηςadjective (man: large, round chest) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαμηλής ποιότητας, βήτα διαλογήςnoun (figurative, informal (poor quality) Her last boyfriend was really the bottom of the barrel. Ο τελευταίος της φίλος ήταν στ' αλήθεια βήτα διαλογής. |
χωριάτικος, επαρχιώτικοςnoun as adjective (US, figurative, informal (homely, rustic) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) His cracker-barrel style quickly changed to polished sophistication after his election. |
έχω το πάνω χέριverbal expression (informal, figurative (put [sb] at your mercy) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We had far more to lose in the negotiations than the other side, so they had us over a barrel. |
πλήρως, εντελώς, ολοκληρωτικάexpression (figurative, informal (entirely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο έλεος κπadverb (informal, figurative (at [sb] else's mercy) |
ψηφοθηρικόςnoun as adjective (US, figurative, informal (government spending: to gain votes) (δαπάνες, έξοδα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πορεύομαι με ό,τι έχωverbal expression (figurative, informal (resort to [sth], [sb] inferior) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βαρελάκιnoun (keg for holding liquid) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The small barrels contain the most expensive wine. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του barrel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του barrel
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.