Τι σημαίνει το aircraft στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aircraft στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aircraft στο Αγγλικά.

Η λέξη aircraft στο Αγγλικά σημαίνει αεροσκάφος, αεροπλανοφόρο, μονάδα συντήρησης αεροσκαφών, μονάδα συντήρησης αεροσκαφών, μηχανή αεροσκάφους, μηχανικός αεροσκαφών, αντιαεροπορικός, μαχητικό αεροσκάφος, πολεμικό αεροσκάφος, αεροσκάφος περιφερειακών διαδρομών, αεροσκάφος περιφερειακών μεταφορών, αεροπλάνο περιφερειακών διαδρομών, αεροπλάνο περιφερειακών μεταφορών, ελαφρύ αεροσκάφος, στρατιωτικό αεροσκάφος, αεροσκάφος του ναυτικού, επιβατικό αεροπλάνο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aircraft

αεροσκάφος

noun (invariable (plane, helicopter, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Shawna has experience in working on the electrical systems of various aircraft.
Ο Σόνα έχει εργασιακή εμπειρία σε ηλεκτρικά συστήματα διαφόρων αεροσκαφών.

αεροπλανοφόρο

noun (naval vessel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pilot landed the plane on the deck of the aircraft carrier.

μονάδα συντήρησης αεροσκαφών

noun (US (military: aircraft maintenance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μονάδα συντήρησης αεροσκαφών

noun (company: makes aircraft, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μηχανή αεροσκάφους

noun (motor of plane or helicopter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μηχανικός αεροσκαφών

noun ([sb] who fixes planes, helicopters)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντιαεροπορικός

adjective (used in combatting air attacks)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαχητικό αεροσκάφος, πολεμικό αεροσκάφος

noun (plane or helicopter used in warfare)

Pilotless drones are the latest addition to combat aircraft.

αεροσκάφος περιφερειακών διαδρομών, αεροσκάφος περιφερειακών μεταφορών

noun (plane for short journeys)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The commuter aircraft only carried 30 passengers.

αεροπλάνο περιφερειακών διαδρομών, αεροπλάνο περιφερειακών μεταφορών

noun (colloquial (aircraft for short journeys)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Commuter planes are used by airlines to fly to smaller cities.

ελαφρύ αεροσκάφος

noun (small aircraft)

στρατιωτικό αεροσκάφος

noun (invariable (plane, helicopter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αεροσκάφος του ναυτικού

noun (plane or helicopter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The naval aircraft inventory was reduced by 20 helicopters and 14 aircraft this year.

επιβατικό αεροπλάνο

noun (colloquial (aircraft: carries travelers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The de Havilland Comet was the world's first jet passenger plane.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aircraft στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του aircraft

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.