Τι σημαίνει το wonder στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης wonder στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wonder στο Αγγλικά.
Η λέξη wonder στο Αγγλικά σημαίνει αναρωτιέμαι, αναρωτιέμαι, κατάπληξη, θαυματουργός, θαύμα, θαύμα, θαυμάζω, αναρωτιέμαι, σκέφτομαι, συλλογίζομαι, αφήνω έκπληκτο, εκπλήσσω, καταπλήσσω, με έκπληξη, θαυματουργό φάρμακο, δεν είναι να απορείς, τραγουδιστής που έκανε μία μόνο επιτυχία, θαύμα του κόσμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης wonder
αναρωτιέμαιtransitive verb (be curious to know) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wonder if wine can be made from cherries. Αναρωτιέμαι αν μπορεί κανείς να φτιάξει κρασί από κεράσια. |
αναρωτιέμαιtransitive verb (polite enquiry or request) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wonder if you would be interested in buying this car over here. Αναρωτιέμαι αν θα σας ενδιέφερε να αγοράσετε αυτό εδώ το αυτοκίνητο. |
κατάπληξηnoun (amazement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The child's wonder at the kaleidoscope never ended. Η κατάπληξη του παιδιού για το καλειδοσκόπιο δεν έλεγε να τελειώσει. |
θαυματουργόςadjective (miraculous) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Penicillin was once considered a wonder drug. |
θαύμαnoun (cause of amazement) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This baby has been such a wonder for us. |
θαύμαnoun (miracle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Panama Canal is one of the wonders of the modern world. |
θαυμάζωintransitive verb (be amazed) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He could not believe what he saw. He just wondered at it. |
αναρωτιέμαι, σκέφτομαι, συλλογίζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (ponder) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sometimes I wonder about the origins of the universe and where we came from. |
αφήνω έκπληκτο, εκπλήσσω, καταπλήσσωtransitive verb (amaze) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gazing at the night sky never ceases to fill me with wonder. |
με έκπληξηadverb (with a sense of awe, amazement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θαυματουργό φάρμακοnoun (effective new drug) Penicillin was called a miracle drug when it first came out because it stopped infections. |
δεν είναι να απορείςinterjection (it is not surprising) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No wonder the house is so cold, the heater is broken! No wonder the baby is crying, his diaper needs to be changed. Είναι λογικό που το μωρό κλαίει, η πάνα του θέλει άλλαγμα. |
τραγουδιστής που έκανε μία μόνο επιτυχίαnoun (informal (pop performer only successful once) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θαύμα του κόσμουnoun (often plural (ancient landmark or feature) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wonder στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του wonder
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.