Τι σημαίνει το wholesale στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wholesale στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wholesale στο Αγγλικά.

Η λέξη wholesale στο Αγγλικά σημαίνει χονδρική, χονδρικός, χονδρικής, εκτεταμένος, σε χονδρική, σε τιμή χονδρικής, συλλήβδην, πουλάω χονδρικά, πουλάω χοντρική, έμπορος χονδρικής, φυτώριο, σπορείο, χονδρική πώληση, κατάστημα χονδρικής πώλησης, πρατήριο χονδρικής πώλησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wholesale

χονδρική

noun (business)

They started out in wholesale, but recently they opened a retail store.
Στην αρχή ασχολούνταν με το χονδρεμπόριο, όμως πρόσφατα άνοιξαν ένα κατάστημα λιανικής.

χονδρικός

adjective (sales: bulk)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The retailer bought the goods from a wholesale merchant.
Το κατάστημα αγόρασε τα προϊόντα από έναν έμπορο χονδρικής.

χονδρικής

adjective (price of distributor) (τιμή)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
I bought these TVs at wholesale rates.
Αγόρασα αυτές τις τηλεοράσεις σε τιμές χονδρικής.

εκτεταμένος

adjective (figurative (large-scale)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This philosopher's work gives a wholesale theory of personal freedom.
Το έργο αυτού του φιλοσόφου παρουσιάζει μια ευρεία θεωρία για την προσωπική ελευθερία.

σε χονδρική, σε τιμή χονδρικής

adverb (at bulk price)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I bought these goods wholesale.
Αγόρασα αυτά τα προϊόντα σε τιμή χονδρικής.

συλλήβδην

adverb (figurative (all together)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Henry threw everything wholesale into the boot of the car.
Ο Χένρι τα πέταξε όλα ανεξαιρέτως στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου.

πουλάω χονδρικά

transitive verb (sell in big quantities)

This distributor wholesales shoes.

πουλάω χοντρική

(offer at bulk price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έμπορος χονδρικής

noun ([sb] selling for resale)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
You can only get the product from the wholesale dealer.

φυτώριο, σπορείο

noun (place: grows, sells plants in bulk)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χονδρική πώληση

noun (cost of [sth] purchased in bulk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The wholesale price is always much cheaper than the retail price.

κατάστημα χονδρικής πώλησης, πρατήριο χονδρικής πώλησης

noun (shop: supplies goods in bulk)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wholesale στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.