Τι σημαίνει το urlare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης urlare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του urlare στο Ιταλικό.

Η λέξη urlare στο Ιταλικό σημαίνει μουγκρίζω, αποδοκιμάζω, χλευάζω, φωνάζω, φωνάζω, οι φωνές, ουρλιάζω, γρυλίζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, φωνάζω, φωνάζω, κραυγάζω, ωρύομαι, φωνάζω, φωνάζω, λέω φωναχτά, φωνάζω, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, φωνάζω, στριγκλίζω, τσιρίζω, φωνάζω, ουρλιάζω, τσιρίζω, κραυγάζω, ωρύομαι, αναφωνώ, φωνάζω κτ σε κπ, ουρλιάζω κτ σε κπ, στριγκλίζω, φωνάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, φωνάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, τσιρίζω από τη χαρά μου, παραληρώ, ξεσπάω, φωνάζω πιο δυνατά, επιπλήττω, βάζω τις φωνές σε κπ, φωνάζω σε κπ, φωνάζω σε κπ/κτ, ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ, φωνάζω κάποιον λέγοντας χελόου, φωνάζω σε κπ, γιουχάρω, γιουχαΐζω, φωνάζω, σφυρίζω σε κυνηγόσκυλο, φωνάζω πιο δυνατά από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης urlare

μουγκρίζω

verbo intransitivo (animale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'elefante urlò come segno di avvertimento.
Ο ελέφαντας μούγκριζε ως προειδοποίηση.

αποδοκιμάζω, χλευάζω

(di disapprovazione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La folla urlò quando fece una battuta di cattivo gusto.

φωνάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando il gruppo salì sul palco, i fan cominciarono a urlare di gioia.

φωνάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando stava per passare col rosso le ho gridato: "Fermati!"

οι φωνές

Non è gridando che renderai i tuoi argomenti più convincenti.

ουρλιάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel urlò quando vide il ragno.
Η Ρέιτσελ τσίριξε, όταν είδε την αράχνη.

γρυλίζω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non provare a parlare a Mary di mattina prima che abbia bevuto il caffè: ti urlerebbe addosso e basta.

ουρλιάζω

verbo intransitivo (σε κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando il capo di Brian scoprì il suo errore, gli urlò di andare nel suo ufficio.
Όταν η αφεντικίνα του Μπράιαν ανακάλυψε το λάθος του, του φώναξε αγριεμένα (or: φώναξε θυμωμένα) να έρθει στο γραφείο της.

ουρλιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I fan stavano gridando incoraggiamenti dalla linea di touch.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι οπαδοί φώναζαν συνθήματα για να ενθαρρύνουν την ομάδα τους.

ουρλιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick uscì furiosamente dalla casa, gridando che i genitori non l'avrebbero mai rivisto.
Ο Πάτρικ όρμηξε έξω από το σπίτι, φωνάζοντας ότι οι γονείς του δεν θα τον ξαναδούν ποτέ.

ουρλιάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il prigioniero urlava soffrendo mentre lo torturavano.
Ο κρατούμενος ούρλιαζε απεγνωσμένα ενώ τον βασάνιζαν.

ουρλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Λίλυ ούρλιαξε σα να ήρθε το τέλος του κόσμου όταν χτύπησε το δάκτυλο του ποδιού της.

φωνάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fiona sentiva il capo urlare dall'esterno dell'edificio.
Η Φιόνα άκουγε απέξω το αφεντικό που φώναζε.

φωνάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A giudicare dal modo in cui il capo sta urlando deve essere arrabbiato per qualcosa.
Κρίνοντας από τον τρόπο που ωρύεται το αφεντικό πρέπει να έχει ταραχτεί από κάτι.

κραυγάζω, ωρύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Piantala di gridare e verrò ad aiutarti.

φωνάζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φωνάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

La maestra le disse di alzare la mano invece di gridare la risposta.
Η δασκάλα της είπε να σηκώνει το χέρι της αντί να φωνάζει την απάντηση.

λέω φωναχτά, φωνάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω τον τόνο της φωνής

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non alzare la voce con tua madre, giovanotto.

φωνάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono proprio accanto a te, non c'è bisogno di gridare (or: urlare).
Είμαι ακριβώς δίπλα σου. Δεν χρειάζεται να φωνάζεις!

στριγκλίζω, τσιρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Molly strillò quando suo fratello le versò acqua fredda sulla schiena.
Η Μόλυ τσίριξε όταν ο αδελφός της της έριξε κρύο νερό στην πλάτη.

φωνάζω, ουρλιάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Urlò dal dolore.
Φώναξε από τον πόνο.

τσιρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bambino urlò di gioia quando vide il padre che camminava lungo il vialetto.

κραυγάζω, ωρύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualcuno ha urlato il mio nome, ma non l'ho trovato.

αναφωνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Sono stanco morto!", gridò, gettandosi sul divano.
«Είμαι εξαντλημένη!» αναφώνησε, ενώ σωριάζονταν στον καναπέ.

φωνάζω κτ σε κπ, ουρλιάζω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

στριγκλίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sentiva il bambino gridare nella stanza a fianco.

φωνάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wade aveva una voce così forte che la sentivo gridare anche da lontano.

ουρλιάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il preside gridò con rabbia.
Ο διευθυντής ούρλιαξε με θυμό.

ουρλιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il signor Smith urlò: "Andate subito al vostro posto!"
Ο κ. Σμιθ φώναξε, "Καθίστε στις θέσεις σας τώρα!"

φωνάζω, ουρλιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La donna stava gridando insulti al commesso.

ουρλιάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Urlava a squarciagola ma nessuno lo sentiva a causa del rumore della folla. Ok, ti ho sentito: non serve che gridi a squarciagola!

τσιρίζω από τη χαρά μου

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραληρώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεσπάω

verbo intransitivo (σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tiene dentro di sé le frustrazioni che le causa sua madre e poi se la prende con il marito senza motivo.

φωνάζω πιο δυνατά

verbo intransitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιπλήττω

verbo intransitivo (per sgridare) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω τις φωνές σε κπ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φωνάζω σε κπ

verbo intransitivo

Non serve a niente strillarmi addosso perché vada più veloce: il limite è di 50 chilometri all'ora!

φωνάζω σε κπ/κτ

verbo intransitivo

Susan gridò al cane, ma questo continuava ad abbaiare.
Η Σούζαν έβαλε τις φωνές στον σκύλο της, αλλά το γάβγισμα συνεχίστηκε.

ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ

(non fisicamente)

Adam attacca sempre tutti verbalmente.

φωνάζω κάποιον λέγοντας χελόου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φωνάζω σε κπ

verbo intransitivo

Se non urlo ai bambini non mi danno retta.
Αν δεν φωνάξω (or: βάλω τις φωνές) στα παιδιά, δεν με προσέχουν.

γιουχάρω, γιουχαΐζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La folla ha fischiato l'arbitro.
Το πλήθος έκραξε τον διαιτητή.

φωνάζω

(sollecitare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve chiamò la moglie perché venisse ad aiutarlo.

σφυρίζω σε κυνηγόσκυλο

verbo transitivo o transitivo pronominale (cani: incitamento)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φωνάζω πιο δυνατά από κπ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sembrava che i bambini facessero a gara a chi urlava di più!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του urlare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.