Τι σημαίνει το totale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης totale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του totale στο Ιταλικό.
Η λέξη totale στο Ιταλικό σημαίνει σύνολο, σύνολο, συνολικός, όλος, απόλυτος, εντελώς, απολύτως, τελικό ποσό, αριθμός, εντελώς, απόλυτα, παντελώς, τελείως,, απόλυτος, ολοκληρωμένος, πολύ, εντελώς, σύνολο, αμέριστος, απόλυτος, ολοκληρωτικός, συνολικός, συγκεντρωτικός, συνολικός, άθροισμα, εντελώς, απόλυτα, απόλυτος, πλήρης, παντελής, απόλυτος, πλήρης, που απαιτεί απόλυτη προσοχή, απόλυτος, συνολικός, όλος, ολόκληρος, ολικός, ολοσχερής, που έχει ξεφύγει, μεγάλος, φοβερός, καταπληκτικός, γενικός, καθολικός, απόλυτος, απεριόριστος, πλήρης, εκτεταμένος, πλήρης, ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης, απόλυτος, κατάφωρος, απόλυτος, ακριβώς, ολόκληρος, έσχατος, έντονος, κατηγορηματικός, απόλυτος, γενικός, που εκτείνεται σε, αθροίζω, προσθέτω, γλωσσικής εμβάπτισης, γλωσσικής εμβύθισης, συνολικά, πλήρης σύγχυση, πλήρες μήκος, μεικτό, ακαθάριστο ποσό, ολοκληρωτική αλλαγή, απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι, ολική έκλειψη, κατεστραμμένος, ξεγραμμένος, σύνολο, γενική αναισθησία, τρέχων σύνολο, ολική αποπληρωμή, πλήρης εξόφληση, συνολικό ποσό, συνολικό ποσό, συνολικό άθροισμα, ολική απαγόρευση, παράλυση, αριθμός προβολών, εντελώς ξένοι, εντελώς άγνωστοι, τελείως ξένοι, τελείως άγνωστοι, υπολογίζω, προσθέτω, απόλυτη συγκέντρωση, πλήρης αταξία, άνθρακας ο θησαυρός, φύκια για μεταξωτές κορδέλες, απόλυτη συμφωνία, μεικτή ασφάλεια, πλήρης βύθιση, πλήρης εμβάπτιση, που αριθμεί, προσθέτω, υπολογίζω, πλήρης στάση, πλήρης εμβύθιση, μεικτός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης totale
σύνολο(importo totale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pago io il totale: è la mia festa. |
σύνολο(somma) (ποσό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il totale è di cinquantaquattro dollari. Η σούμα είναι πενήντα πέντε δολάρια. |
συνολικός, όλοςaggettivo (complessivo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non so se riesco a pagare la somma totale (or: complessiva). Δεν ξέρω αν μπορώ να πληρώσω το συνολικό (or: όλο το) ποσό. |
απόλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'era un caos totale a causa dello sciopero dei mezzi di trasporto. |
εντελώς, απολύτως(su tutta la superficie) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τελικό ποσόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Con la festa del villaggio si riuscì a raccogliere un totale di 1.500 sterline da destinare al restauro della chiesa. |
αριθμός
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hai finito? Quant'è il totale? |
εντελώς, απόλυτα, παντελώς, τελείως,aggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απόλυτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua stanza era un disastro totale. |
ολοκληρωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
πολύavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sei uno scemo totale! |
εντελώς(informale: rafforzativo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύνολοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il totale ammontava quasi a mille. Το σύνολο ήταν σχεδόν χίλια. |
αμέριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θέλω την αμέριστη προσοχή σας όσο θα λέω τους κανόνες σχετικά με τη σχολική ενδυμασία. |
απόλυτος, ολοκληρωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La perdita del loro allenatore è stata un completo disastro per la squadra. |
συνολικός, συγκεντρωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La somma totale ha superato il milione di dollari. Το συνολικό ποσό ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο δολάρια. |
συνολικός(peso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η συνολική τιμή του αυτοκινήτου ήταν 20.000 δολάρια. |
άθροισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La somma di due più due è quattro. Δύο συν δύο έχει άθροισμα τέσσερα. |
εντελώς, απόλυτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απόλυτος, πλήρης, παντελής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le vacanze al mare con il sole sono la felicità assoluta. |
απόλυτος, πλήρηςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A Mary era stata data totale libertà di agire come voleva. |
που απαιτεί απόλυτη προσοχή(che occupa tutta l'attenzione o la mente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απόλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνολικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il costo complessivo era più di quanto pensassimo. Το συνολικό κόστος ήταν παραπάνω από ότι υπολογίζαμε. |
όλος, ολόκληροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo pagato l'importo totale. Πληρώσαμε το συνολικό ποσό. |
ολικός, ολοσχερής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era tanto sconvolta che fece una perfetta scenata nel bel mezzo del negozio. |
που έχει ξεφύγειaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεγάλος, φοβερός, καταπληκτικόςaggettivo (επιτυχία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γενικός, καθολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I residenti della città hanno espresso una totale contrarietà ai prodotti geneticamente modificati. Οι κάτοικοι της πόλης εξέφρασαν τη γενική αποδοκιμασία τους για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα. |
απόλυτος, απεριόριστος, πλήρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκτεταμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il lavoro del filosofo esprime una teoria completa sulla libertà personale. Το έργο αυτού του φιλοσόφου παρουσιάζει μια ευρεία θεωρία για την προσωπική ελευθερία. |
πλήρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Τζακ έκανε έναν πλήρη έλεγχο στο ποδήλατο. |
ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρηςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La guerra ha causato la completa distruzione della città. Ο πόλεμος προκάλεσε την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης. |
απόλυτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ad accoglierla ha trovato di tutto: dagli affronti all'aperta ostilità. Συνάντησε τα πάντα από περιφρόνηση μέχρι καθαρή εχθρικότητα. |
κατάφωροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono stati accusati di dire palesi bugie. Κατηγορήθηκαν για κατάφωρα ψεύδη. |
απόλυτοςaggettivo (εμφατικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il progetto è stato un completo fallimento e non ha portato a niente. Το έργο ήταν απόλυτη αποτυχία και δεν κατάφερε τίποτα. |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono gemelli, ma in quanto a carattere sono l'esatto contrario. Είναι δίδυμοι, αλλά ακριβώς αντίθετοι στον χαρακτήρα. |
ολόκληροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non si trattava solo di qualche libro, si trattava di un'intera biblioteca. Αυτό ήταν κάτι παραπάνω από μερικά βιβλία. Αυτό ήταν μια ολόκληρη βιβλιοθήκη. |
έσχατος(λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έντονος, κατηγορηματικός, απόλυτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le nostre ripetute richieste di un'intervista si sono scontrate con un netto rifiuto. |
γενικόςaggettivo (σύνολο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il prezzo finale della casa ammonta a duecentomila dollari. |
που εκτείνεται σεaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In tutta la città c'è il divieto di annaffiare i prati per risparmiare acqua. |
αθροίζω, προσθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se addizioni (or: sommi) (or: fai il totale di) tutti gli importi vengono un sacco di soldi. Αν σουμάρεις (or: κάνεις σούμα) όλα τα ποσά, είναι πολλά χρήματα. |
γλωσσικής εμβάπτισης, γλωσσικής εμβύθισης
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
συνολικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) In tutto viene 35.00 $. Το ποσό είναι $35,00 συνολικά. |
πλήρης σύγχυσηsostantivo femminile |
πλήρες μήκοςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'estensione totale del serpente era di un metro e venti centimetri. |
μεικτό, ακαθάριστο ποσόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ολοκληρωτική αλλαγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ολική έκλειψηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho sentito che ci sarà un'eclissi lunare totale questa notte. |
κατεστραμμένος, ξεγραμμένοςsostantivo maschile (assicurazione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σύνολο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli avvocati dello studio hanno un totale complessivo di oltre 100 anni di esperienza in diritto societario. |
γενική αναισθησίαsostantivo femminile (ιατρική) Durante l'intervento chirurgico, il paziente sarà sotto anestesia generale. |
τρέχων σύνολοsostantivo maschile (μέχρι τώρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il totale corrente dei voti per Class presidente è di 124. |
ολική αποπληρωμή, πλήρης εξόφλησηsostantivo maschile (ποσό, δόση, χρέος) |
συνολικό ποσό
|
συνολικό ποσό, συνολικό άθροισμαsostantivo femminile |
ολική απαγόρευση
|
παράλυσηsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αριθμός προβολών(pagina web, post) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εντελώς ξένοι, εντελώς άγνωστοι, τελείως ξένοι, τελείως άγνωστοιsostantivo maschile (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Chi l'avrebbe pensato che a solo un mese dal matrimonio erano dei perfetti estranei. |
υπολογίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απόλυτη συγκέντρωσηsostantivo femminile Raggiungere il massimo delle prestazioni richiede una concentrazione totale nell'attività. |
πλήρης αταξία
Un burlone ha urlato "Al fuoco!", gettando la folla nel caos totale. |
άνθρακας ο θησαυρός, φύκια για μεταξωτές κορδέλες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non era stato facile conquistare la sua attenzione, ma alla fine la ragazza si rivelò essere una totale delusione. |
απόλυτη συμφωνίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεικτή ασφάλειαsostantivo femminile (assicurazione) (αυτοκίνητο) Visto che la macchina è nuova, ho scelto una copertura assicurativa totale, per stare tranquillo qualunque cosa accada. |
πλήρης βύθιση, πλήρης εμβάπτισηsostantivo femminile |
που αριθμεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσθέτω, υπολογίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I giudici stanno calcolando il totale dei punti. |
πλήρης στάση
Secondo il codice della strada, un veicolo dovrebbe fermarsi completamente al segnale di stop e non semplicemente rallentare. |
πλήρης εμβύθισηsostantivo femminile I credenti sono battezzati con un'immersione totale nell'acqua. |
μεικτόςlocuzione avverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hanno guadagnato 20.000 $ in totale. Βγάζουν 20.000 δολάρια μεικτά. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του totale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του totale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.