Τι σημαίνει το timing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης timing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του timing στο Αγγλικά.

Η λέξη timing στο Αγγλικά σημαίνει συγχρονισμός, χρονομέτρηση, χρονική στιγμή, χρόνος, ώρα, ώρα, τότε, φορά, χρονομετρώ, χρόνος, ώρα, εποχή, χρονικός, στιγμή, εποχή, περίοδος, ζωή, ρυθμός, χρόνος, ώρα, επί, συγχρονίζω, εμφάνιση ήβης, αίσθηση της καταλληλότητας της στιγμής, ιμάντας χρονισμού, ιμάντας χρονισμού, διπλή ζωή, που έχει διπλή ζωή, που κάνει διπλή ζωή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης timing

συγχρονισμός

noun (picking right time to do [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
With perfect timing, Tim suggested an ideal solution, just as everyone thought they would never find one.
Με τέλειο συγχρονισμό ο Τιμ πρότεινε την ιδανική λύση εκεί που όλοι νόμιζαν ότι δεν θα την έβρισκαν ποτέ.

χρονομέτρηση

noun (measuring of time)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The timing of the experiment was closely monitored.
Η χρονομέτρηση του πειράματος παρακολουθείτο προσεκτικά.

χρονική στιγμή

noun (event)

The timing of the exhibition clashed with my holiday, so I couldn't go.
Η χρονική στιγμή της έκθεσης συνέπεσε με τις διακοπές μου και έτσι δεν μπόρεσα να πάω.

χρόνος

noun (concept)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Time passes quickly when you are older.
Ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα όταν μεγαλώνεις.

ώρα

noun (specific hour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What time is it? It's 3:20.
Τι ώρα είναι; Είναι 3:20.

ώρα

noun (duration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
How much time will this meeting take?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πόσον καιρό (or: χρόνο) θα πάρει η κατασκευή του σπιτιού;

τότε

noun (period)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the time, we were just fifteen years old.
Εκείνον τον καιρό ήμασταν μόλις δεκαπέντε χρονών.

φορά

noun (count: instances)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have eaten there three times.
Έχουμε φάει εκεί τρεις φορές.

χρονομετρώ

transitive verb (sports: measure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The coach timed the runner's sprint.
Ο προπονητής χρονομέτρησε την κούρσα του αθλητή.

χρόνος

noun (moment to spare)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Do you have time to talk?
Έχεις χρόνο να μιλήσουμε;

ώρα

noun (occasion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's party time! Let's put on our dancing shoes!
Είναι ώρα για πάρτι! Ας φορέσουμε τα παπούτσια του χορού!

εποχή

noun (season)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Have you ever visited Normandy in apple blossom time?
Έχεις επισκεφτεί ποτέ τη Νορμανδία την εποχή που ανθίζουν οι μηλιές;

χρονικός

adjective (related to time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some people believe that time travel is possible.

στιγμή

noun (instant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Where was he at that time?

εποχή, περίοδος

noun (era)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sixties were an interesting time in America.

ζωή

noun (lifetime)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has loved a lot of women in his time.

ρυθμός

noun (music: rhythm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In many bands, the drummer keeps time.

χρόνος

noun (music: tempo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What time should I play this piece in? Allegro, do you think?

ώρα

noun (measurement type)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are on Daylight Savings Time now.

επί

preposition (multiplied by)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Three times two is six.
Τρεις φορές το δύο κάνει έξι.

συγχρονίζω

transitive verb (regulate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We timed the engine so the spark plugs fire at the right intervals.

εμφάνιση ήβης

noun (when sexual development occurs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίσθηση της καταλληλότητας της στιγμής

noun (awareness of best moment to speak or act)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What makes him such a brilliant comedian is his sense of timing.

ιμάντας χρονισμού

noun (part of a vehicle's engine)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ιμάντας χρονισμού

(machinery)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διπλή ζωή

noun (action of being unfaithful) (μεταφορικά)

που έχει διπλή ζωή, που κάνει διπλή ζωή

adjective (who is unfaithful)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του timing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του timing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.