Τι σημαίνει το table στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης table στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του table στο Αγγλικά.

Η λέξη table στο Αγγλικά σημαίνει τραπέζι, πίνακας, το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, οι άνθρωποι που κάθονται σε ένα τραπέζι, τραπέζι, επιφάνεια, τάβλα, επιφάνεια, οροπέδιο, υψίπεδο, υδροφόρος ορίζοντας, θέτω επί τάπητος, αναβάλλω, πινακοποιώ, πίνακας θνησιμότητας, τραπέζι για air hockey, τραπεζάκι κρεβατιού, κομοδίνο, κομοδίνο, τραπέζι μπιλιάρδου, τραπέζι για πρωινό, τραπέζι για χαρτοπαίγνιο, πτυσσόμενο τραπεζάκι, αλλαξιέρα, τραπεζάκι του σαλονιού, βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση, γραφείο για για ηλεκτρονικό υπολογιστή, γωνιακό τραπέζι, μπουφές, πίνακας δεδομένων, δίσκος με γλυκά, τραπεζάκι κουζίνας, τραπεζαρία, τραπέζι, τραπέζι φαγητού, πτυσσόμενο γραφείο, τουαλέτα, τραπέζι με πτυσσόμενα άκρα, τραπεζάκι, τοπικά προϊόντα, με τοπικά προϊόντα, κεντρικό τραπέζι, τραπέζι επισήμων, τραπέζι κουζίνας, ανοίγω τα χαρτιά μου, βαθμολογικός πίνακας, πίνακας θνησιμότητας, πίνακας πολλαπλασιασμών, χαρτοπετσέτα, κομοδίνο, στο τραπέζι, στο τραπέζι, χειρουργικό τραπέζι, τραπέζι με ένα κεντρικό πόδι, περιοδικός πίνακας χημικών στοιχείων, τραπέζι για πίκνικ, τραπέζι μπιλιάρδου, τραπέζι ρουλέτας, συνάντηση, συνεδρίαση, της στρογγυλής τραπέζης, στρώνω το τραπέζι, τραπεζάκι, κάθομαι στο τραπέζι, κάθομαι στο τραπέζι συναλλαγών/διαπραγματεύσεων, τραπέζι του σνούκερ, τραπεζομάντιλο, συγκεκριμένο μενού, διακοσμητικό για το τραπέζι, ποδοσφαιράκι, λάμπα, λευκά είδη, καλοί τρόποι, σουπλά, πίνακας περιεχομένων, τραβέρσα, μαγειρικό άλας, αρχικό ποσό πονταρίσματος, όριο πονταρίσματος, κουβέντα την ώρα του φαγητού, πινγκ-πονγκ, πινγκ πονγκ, αθλητής πινγκ-πονγκ, επιτραπέζιος οίνος, επιφάνεια τραπεζιού, επιτραπέζιος, τραπεζάκι, τραπεζάκι, κάτω από το τραπέζι, τύφλα, ντίρλα, τουαλέτα, υδροφόρος ορίζοντας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης table

τραπέζι

noun (furniture: surface with legs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Just put your drink on the table beside the sofa. To register for the conference, you need to go to that table over there.
Άφησε το ποτό στο τραπέζι δίπλα στον καναπέ.

πίνακας

noun (chart)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The presentation included a table that showed the sales growth.
Η παρουσίαση περιελάμβανε έναν πίνακα που έδειχνε την αύξηση των πωλήσεων.

το τραπέζι των διαπραγματεύσεων

noun (figurative (negotiations)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The two sides sat down at the table to negotiate a peace agreement.

οι άνθρωποι που κάθονται σε ένα τραπέζι

noun (figurative (people at table)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The table toasted the couple.

τραπέζι

noun (figurative (food)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The chef prepared a delicious table.

επιφάνεια

noun (flat surface)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I need a table to spread paste on this wallpaper.

τάβλα

noun (tablet: for inscription)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mason carved names into the table.

επιφάνεια

noun (gem surface) (πετραδιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The diamond had a flawless table.

οροπέδιο, υψίπεδο

noun (plateau)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The trucks climbed out of the valley and onto the table.

υδροφόρος ορίζοντας

noun (stratum: water table)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The table had lowered substantially and the well went dry.
Ο υδορφόρος ορίζοντας είχε κατέβει σημαντικά και η πηγή στέρεψε.

θέτω επί τάπητος

transitive verb (UK (deal with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This matter needs to be tabled immediately.
Το θέμα πρέπει να τεθεί επί τάπητος άμεσα.

αναβάλλω

transitive verb (US (postpone dealing with [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The committee voted to table the legislation, effectively killing it.

πινακοποιώ

transitive verb (enter in table or list)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would like you to table all our sales figures for this month.

πίνακας θνησιμότητας

noun (mortality probability)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τραπέζι για air hockey

noun (surface for playing air hockey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραπεζάκι κρεβατιού

noun (placed over person in bed)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κομοδίνο

noun (small table next to bed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κομοδίνο

noun (small table beside a bed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I keep my phone on my bedside table.
Έχω το τηλέφωνό μου στο κομοδίνο μου.

τραπέζι μπιλιάρδου

noun (surface for billiards)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No one could play while Amanda lay on the billiard table.

τραπέζι για πρωινό

noun (where breakfast is eaten)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The whole family gathers around the breakfast table when Mom makes waffles.

τραπέζι για χαρτοπαίγνιο

noun (table: for card games)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πτυσσόμενο τραπεζάκι

noun (table: folding legs)

αλλαξιέρα

noun (for changing diaper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τραπεζάκι του σαλονιού

noun (low table used in living room)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please don't put your feet on the coffee table.
Σε παρακαλώ μην βάζεις τα πόδια σου στο τραπεζάκι.

βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση

noun (large illustrated hardback book)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γραφείο για για ηλεκτρονικό υπολογιστή

noun (desk for a computer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γωνιακό τραπέζι

noun (table in corner of room) (τραπέζι στη γωνία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Brian was sitting at corner table in the restaurant.

μπουφές

noun (furniture: sideboard) (έπιπλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We keep family heirlooms and our good china in a credenza in the dining room.

πίνακας δεδομένων

noun (tabular display of collected data)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίσκος με γλυκά

noun (UK (restaurant sweet trolley) (τροχήλατος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραπεζάκι κουζίνας

noun (US (table for a breakfast nook)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I generally eat my breakfast at the dinette table.
Συνήθως τρώω το πρωινό μου στο τραπεζάκι της κουζίνας.

τραπεζαρία

noun (table at which meals are eaten)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dining table is of good quality wood.

τραπέζι

noun (table for meals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A white linen tablecloth covered the dining-room table.

τραπέζι φαγητού

noun (table where meals are eaten)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My mother always told me not to scratch myself at the dinner table.

πτυσσόμενο γραφείο

noun (adjustable work surface)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These days most architects have abandoned their drafting tables for computers.

τουαλέτα

noun (ladies' table: with mirror) (έπιπλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I always imagine an actress sitting at her dressing table, applying her make-up.
Πολλές φορές φαντάζομαι κάποια ηθοποιό να κάθεται μπροστά στην τουαλέτα της και να βάζει μέκ απ.

τραπέζι με πτυσσόμενα άκρα

noun (table with folding sides)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τραπεζάκι

noun (small table at end of sofa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τοπικά προϊόντα

noun (uncountable (use of local produce)

με τοπικά προϊόντα

adjective (using local produce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κεντρικό τραπέζι

(principal table)

τραπέζι επισήμων

(UK (college dining table)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τραπέζι κουζίνας

noun (dining table in a kitchen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Everyone in the family enjoys the nightly conversation at the kitchen table.

ανοίγω τα χαρτιά μου

verbal expression (figurative (be frank) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's time for everyone to put their cards on the table.

βαθμολογικός πίνακας

noun (UK (competitive ranking)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
James was happy because his football team was top of the league table.

πίνακας θνησιμότητας

noun (life expectancy)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πίνακας πολλαπλασιασμών

noun (chart with simple calculations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Try as I might, I never managed to memorize the entire multiplication table.

χαρτοπετσέτα

noun (table napkin: for meal) (χάρτινη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Erin wiped her mouth with a napkin. An embroidered serviette was placed next to each plate.
Μια κεντημένη πετσέτα ήταν τοποθετημένη δίπλα από κάθε πιάτο.

κομοδίνο

noun (small bedside table)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I keep a glass of water on my night table.

στο τραπέζι

adverb (figurative (topic: for discussion) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The proposal on the table was offered by Mr. Smith. // Let's put all our options on the table.

στο τραπέζι

adverb (US, figurative (plan: under consideration) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χειρουργικό τραπέζι

noun (table on which surgery is performed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The patient was lying on the operating table while the surgeon prepared her instruments.

τραπέζι με ένα κεντρικό πόδι

noun (table with one central leg)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιοδικός πίνακας χημικών στοιχείων

noun (chart of the chemical elements)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The noble gases are in the last column of the periodic table.

τραπέζι για πίκνικ

noun (table-and-bench structure used outdoors)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The park has picnic tables and a play area.

τραπέζι μπιλιάρδου

noun (table for playing billiards)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pub's games room has a pool table, dartboard, and jukebox.

τραπέζι ρουλέτας

noun (surface marked out for roulette)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I was $10,000 ahead but I lost it all at the roulette table.

συνάντηση, συνεδρίαση

noun (conference, meeting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was an expert in his subject, and participated in round tables.

της στρογγυλής τραπέζης

adjective (involving discussion) (συζήτηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρώνω το τραπέζι

verbal expression (lay place settings for a meal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My mother asked me to set the table whilst she cooked our dinner.

τραπεζάκι

noun (furniture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάθομαι στο τραπέζι

verbal expression (take a seat at mealtime) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dinner's almost ready – will you all please come and sit down at the table.

κάθομαι στο τραπέζι συναλλαγών/διαπραγματεύσεων

verbal expression (figurative (enter negotiations) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We will sit down at the table later in the week to discuss terms.

τραπέζι του σνούκερ

noun (green-baized billiard surface)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραπεζομάντιλο

noun (protective cloth for a table)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συγκεκριμένο μενού

noun (French (set meal at fixed price)

διακοσμητικό για το τραπέζι

noun (ornament for a dining table)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ποδοσφαιράκι

noun (tabletop game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λάμπα

noun (small free-standing lamp)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cat climbed up onto the sideboard and knocked the table lamp off.

λευκά είδη

noun (cloth and napkins for a dining table) (για τραπέζι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

καλοί τρόποι

plural noun (etiquette when eating)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
His mother's in despair because he has the table manners of a pig.

σουπλά

noun (mat under a serving dish)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πίνακας περιεχομένων

noun (book: contents ordered by page)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In most English-language books the table of contents is at the front.
Στα περισσότερα αγγλόφωνα βιβλία ο πίνακας περιεχομένων είναι στην αρχή.

τραβέρσα

noun (fabric strip used to decorate a table)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαγειρικό άλας

noun (sodium chloride used as condiment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I was told to gargle with table salt dissolved in warm water.

αρχικό ποσό πονταρίσματος

noun (poker: starting bet)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όριο πονταρίσματος

plural noun (poker: limiting of bet)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κουβέντα την ώρα του φαγητού

noun (informal mealtime chat)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πινγκ-πονγκ, πινγκ πονγκ

noun (sport: ping-pong)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Good table tennis players have to be very quick on their feet.
Οι καλοί παίκτες του πινγκ πονγκ πρέπει να έχουν πολύ γρήγορα πόδια.

αθλητής πινγκ-πονγκ

noun (sportsperson who plays ping-pong)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mikael Appelgren is one of the best table tennis players in the world.

επιτραπέζιος οίνος

noun (ordinary wine to accompany food)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιφάνεια τραπεζιού

noun (surface of table)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When we arrived for Thanksgiving, the tabletop was completely covered with every kind of dish you could imagine.

επιτραπέζιος

noun as adjective (for use on flat surface)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Do you have any fun tabletop games?

τραπεζάκι

(furniture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τραπεζάκι

noun (tray on a fold-out stand)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Secure your tray table when the airplane's coming in to land. Jim usually eats his dinner on a tray table while watching the evening news.

κάτω από το τραπέζι

adverb (figurative, informal (secret, illegal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The construction foreman pays his day laborers under the table.

τύφλα, ντίρλα

adverb (figurative, informal (drunk) (καθομιλουμένη)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I don't really remember the party; I think I spent most of it under the table.

τουαλέτα

noun (US (dressing table) (έπιπλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We bought an antique vanity at a flea market.
Αγοράσαμε μια τουαλέτα αντίκα σε ένα υπαίθριο παζάρι.

υδροφόρος ορίζοντας

noun (underground level: water beneath)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του table στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του table

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.