Τι σημαίνει το surgery στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης surgery στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του surgery στο Αγγλικά.

Η λέξη surgery στο Αγγλικά σημαίνει εγχείρηση, επέμβαση, εγχείρηση, επέμβαση, ιατρείο, χειρουργείο, ώρες ιατρείου, συνάντηση με ψηφοφόρους, επέμβαση στα αναπαραγωγικά όργανα, επέμβαση στον εγκέφαλο, σπαζοκεφαλιά, πλαστική χειρουργική, οδοντιατρείο, οδοντιατρική χειρουργική επέμβαση, οδοντιατρείο, ιατρείο, μεταμόσχευση μαλλιών, εγχείρηση καρδιάς, λαπαροσκοπική επέμβαση, λέιζερ, μείζων χειρουργική επέμβαση, ανοιχτή επέμβαση, ανοιχτή εγχείριση, ανοικτή επέμβαση, ανοικτή εγχείριση, εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, επέμβαση ανοιχτής καρδιάς, χειρουργική επέμβαση στόματος, ορθοπεδική χειρουργική επέμβαση, εξωτερικό ιατρείο, πλαστική χειρουργική, αισθητική χειρουργική, επέμβαση στο στήθος, εγχείριση βαλβίδας της καρδιάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης surgery

εγχείρηση, επέμβαση

noun (uncountable (surgical intervention)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctors decided the patient needed surgery to remove the tumour.
Οι γιατροί αποφάσισαν ότι ο ασθενής χρειαζόταν εγχείρηση, ούτως ώστε να αφαιρεθεί ο όγκος.

εγχείρηση, επέμβαση

noun (US, countable (medical: operation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rita had three surgeries to fix her broken leg.

ιατρείο

noun (UK (doctor's or dentist's office)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Linda was feeling unwell, so she went to the surgery to see the doctor.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Γιάννης τελείωσε την ειδικότητά του και άνοιξε το δικό του ιατρείο.

χειρουργείο

noun (US (room for surgery) (χώρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The nurse prepared the surgery for the operation.
Η νοσοκόμα ετοίμασε το χειρουργείο για την επέμβαση.

ώρες ιατρείου

noun (UK (doctor seeing patients)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The doctor's surgeries are on Tuesday and Thursday mornings, and Friday afternoons; you can book an appointment with him during those times.
Οι ώρες που δέχεται ο γιατρός είναι Τρίτη και Πέμπτη πρωί, και Παρασκευή απόγευμα. Μπορείτε να κλείσετε ραντεβού εκείνες τις ώρες.

συνάντηση με ψηφοφόρους

noun (UK (politician meeting voters)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The MP holds a surgery every Friday morning, so her constituents can come and see her about any problems they have.
Η βουλευτής προγραμματίζει συνάντηση με ψηφοφόρους κάθε Παρασκευή πρωί, ούτως ώστε οι εκλογείς της να μπορούν να έρχονται και να της μιλάνε για τυχόν προβλήματα που έχουν.

επέμβαση στα αναπαραγωγικά όργανα

noun (gender transition: surgical procedure) (για αλλαγή φύλου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επέμβαση στον εγκέφαλο

noun (operation on the brain)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Brain surgery usually means drilling through the skull first.

σπαζοκεφαλιά

noun (figurative ([sth] difficult, complex) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Come on! It's not like this is brain surgery! Just diagram the sentence.

πλαστική χειρουργική

noun (to correct appearance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οδοντιατρείο

noun (UK (dentist's treatment room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I had to go to a dental surgery to have my wisdom teeth removed.
Έπρεπε να πάω στο οδοντιατρείο για να μου αφαιρέσει ο οδοντίατρος τους φρονιμίτες μου.

οδοντιατρική χειρουργική επέμβαση

noun (surgery involving teeth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His teeth were so bad that he had to go into hospital for dental surgery.
Το δόντια του ήταν σε τόσο χάλια κατάσταση που έπρεπε να εισαχθεί στο νοσοκομείο για να υποβληθεί σε οδοντιατρική χειρουργική επέμβαση.

οδοντιατρείο

noun (dentist's treatment room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιατρείο

noun (where you see a doctor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I went to the doctor's office to get a prostate exam.
Πήγα στον γιατρό για μια εξέταση προστάτη.

μεταμόσχευση μαλλιών

noun (hair transplant procedure)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εγχείρηση καρδιάς

noun (operation to treat cardiac problems)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His only hope to survive was heart surgery.

λαπαροσκοπική επέμβαση

noun (operation done by laparoscopy)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When she had appendicitis, they performed keyhole surgery in order to minimise the scarring afterwards.

λέιζερ

noun (operation to correct vision) (στα μάτια)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μείζων χειρουργική επέμβαση

noun (serious operation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My insurance covers both minor injuries and major surgery. He underwent major surgery and will be in the hospital for at least two weeks.

ανοιχτή επέμβαση, ανοιχτή εγχείριση, ανοικτή επέμβαση, ανοικτή εγχείριση

noun (invasive surgical procedure)

εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, επέμβαση ανοιχτής καρδιάς

noun (cardiac operation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They split his chest open and performed open-heart surgery to replace a faulty valve.

χειρουργική επέμβαση στόματος

noun (surgical dentistry)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
After my teeth were knocked out, oral surgery was required to replace them. Removal of wisdom teeth can require oral surgery.

ορθοπεδική χειρουργική επέμβαση

noun (operation: bones, joints)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξωτερικό ιατρείο

noun (clinic not requiring overnight stay)

The new outpatient surgery center is expected to open next month.

πλαστική χειρουργική, αισθητική χειρουργική

noun (cosmetic surgery)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of female movie stars have had some sort of plastic surgery.

επέμβαση στο στήθος

noun (gender transition: chest operation) (για αλλαγή φύλου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εγχείριση βαλβίδας της καρδιάς

noun (heart operation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του surgery στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του surgery

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.