Τι σημαίνει το supplied στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης supplied στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του supplied στο Αγγλικά.

Η λέξη supplied στο Αγγλικά σημαίνει προμηθεύω, παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κπ/κτ με κτ, εφοδιάζω, παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ, εφόδιο, προμήθειες, παροχή, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, κάνω αναπληρώσεις, παρέχω, παρέχω, ικανοποιώ, επαρκείς προμήθειες, παροχή αίματος, συνεχής παροχή, αστείρευτη ποσότητα, προμήθειες τροφίμων, πλήρης διαθεσιμότητα, πλήρης επάρκεια, σε έλλειψη, διαθέσιμος, εργατικό δυναμικό, κυκλοφορούν χρήμα, πηγή ενέργειας, εφοδιασμός προϊόντων, αντικείμενο προμήθειας, αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια, προσφορά και ζήτηση, εφοδιαστική αλυσίδα, διαχείριση προσφοράς, υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών, πλοίο ανεφοδιασμού, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, παροχή νερού, παροχή νερού, της ύδρευσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης supplied

προμηθεύω

transitive verb (provide: [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A local florist supplied all the flowers for free.
Ένας ανθοπώλης της περιοχής παρείχε όλα τα λουλούδια δωρεάν.

παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κπ/κτ με κτ

(provide [sth] to [sb])

They supplied beer to the bar.

εφοδιάζω

transitive verb (provide with [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We know they're taking drugs but we don't yet know who supplies them.
Ξέρουμε ότι παίρνουν ναρκωτικά, αλλά δεν γνωρίζουμε ακόμα ποιος τους εφοδιάζει.

παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ

(provide with [sth])

They supplied him with the computer hardware.

εφόδιο

noun (store, stock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have three months' supply of tuna to eat.
Έχουμε εφόδια τόνου για τρεις μήνες.

προμήθειες

plural noun (provisions: food, equipment)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Our backpacks held all of our supplies for the 7-day hike.

παροχή

noun (act of supplying)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our army unit is responsible for the supply of the soldiers at the front.

αναπληρωτής, αναπληρώτρια

noun (substitute)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
She is not our class teacher, but a supply.

κάνω αναπληρώσεις

intransitive verb (UK (serve as a substitute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't work full-time, but supply during the holiday period.

παρέχω

transitive verb (supplement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They supply extra staff when firms are busier than usual.

παρέχω

transitive verb (UK (substitute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They supply short-term teachers when permanent staff are on leave.

ικανοποιώ

transitive verb (fulfil, satisfy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We endeavour to supply our customers' needs.

επαρκείς προμήθειες

noun (enough, sufficient amount)

We have an adequate supply of firewood to last the winter.

παροχή αίματος

noun (circulation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνεχής παροχή

noun ([sth] that is always available)

αστείρευτη ποσότητα

noun (inexhaustible quantity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προμήθειες τροφίμων

noun (provisions or stores of food)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After ten days lost in the wilderness, our food supplies were running low.

πλήρης διαθεσιμότητα

noun (complete availability)

πλήρης επάρκεια

noun (full sufficiency)

σε έλλειψη

expression (few available)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαθέσιμος

adjective (available)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We always have plenty of fruit in supply during the summer months.

εργατικό δυναμικό

noun (people available to work)

Labour supply is a function of both population size and the percentage of people who wish to work.

κυκλοφορούν χρήμα

(economics)

πηγή ενέργειας

noun (source of energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εφοδιασμός προϊόντων

noun (provision of goods to a buyer)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αντικείμενο προμήθειας

noun (components provided)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If the scope of supply is not complete, the company will send the missing components to the customer.

αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια

noun (educator: replaces [sb] temporarily)

προσφορά και ζήτηση

noun (economy: basic market theory)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εφοδιαστική αλυσίδα

noun (process of manufacture and sale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All it takes is a truckers' strike to break the supply chain.
Μια απεργία των φορτηγατζήδων φτάνει για να σπάσει την εφοδιαστική αλυσίδα.

διαχείριση προσφοράς

noun (business purchasing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών

noun (business purchaser)

The Supply Manager plays a key role in developing product supply strategies.

πλοίο ανεφοδιασμού

noun (vessel carrying supplies)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The supply ship did not arrive in port on time.

αναπληρωτής, αναπληρώτρια

noun (substitute teacher)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Mr Rogers is off sick today, so the school is arranging for a supply teacher to take his classes.

παροχή νερού

noun (amount available to community)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παροχή νερού

noun ([sth] for storing and supplying water)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

της ύδρευσης

adjective (relating to a water supply)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του supplied στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του supplied

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.