Τι σημαίνει το stendere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stendere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stendere στο Ιταλικό.
Η λέξη stendere στο Ιταλικό σημαίνει στερεώνω, ξαπλώνω, ξαπλώνω κπ κάτω, απλώνω, ανοίγω, τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, απλώνω, αφήνω κπ μαλάκα, αφήνω σύξυλο, αφήνω ξερό, ρίχνω κπ κάτω, απλώνω, περνάω, απλώνω, εξουδετερώνω, τείνω, αφήνω ξερό, ρίχνω, πετάω, πετώ, ανοίγω, απλώνω, ρίχνω κάτω, απλώνω, κρεμάω, περνάω, περνώ, τεντώνω, απλώνω, αποφεύγω να συζητώ κτ, απλώνω κτ για να στεγνώσει, απλώνω τα χέρια, σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια, πασαλείβω, μουντζουρώνω, απλώνω με σφουγγάρι, πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ, πασαλείβω, πασαλείφω, κάνω κπ να τα δει όλα, ρίχνω μπουκέτο σε κπ που τον κάνει να πέσει κάτω, απλώνω, στρώνω, απλώνω, απλώνω, στρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stendere
στερεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (bucato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In Italia si usa ancora stendere il bucato all'aria aperta. |
ξαπλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαπλώνω κπ κάτωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη) Dopo che il pugno ebbe steso il pugile, l'arbitro dichiarò vincitore il suo avversario. |
απλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha steso la cartina sopra il tavolo. Άπλωσε τον χάρτη πάνω στο τραπέζι. |
ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima devi stendere l'impasto per la pizza. |
τοποθετώ, απλώνω, αποθέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Di solito distende le carte sul tavolo. Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι. |
απλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω κπ μαλάκαverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (αργκό, υβριστικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La notizia che la sua ex moglie si sarebbe risposata lo ha veramente steso. |
αφήνω σύξυλο, αφήνω ξερό(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω κπ κάτωverbo transitivo o transitivo pronominale Il suo pugno ha steso l'avversario e così ha vinto l'incontro di boxe. |
απλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per prima cosa, stendere la vernice sulla superficie. |
περνάω, απλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (distribuire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha steso la pittura sul muro molto rapidamente. |
εξουδετερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τείνω(λόγιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beryl ha puntato il dito contro l'uomo e ha detto "È lui!" |
αφήνω ξερό(καθομιλουμένη: λιποθυμία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il portiere si è scontrato con l'attaccante e gli ha fatto perdere conoscenza. Ο τερματοφύλακας συγκρούστηκε με τον επιθετικό και τον έβγαλε νοκ άουτ. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andie ha gettato la rete nell'acqua. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έριξε (or: Πέταξε) το δίχτυ σε μεγάλη έκταση. |
ανοίγω, απλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sua madre aprì le braccia per darle il benvenuto a casa. Η μητέρα της άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της για να την καλωσορίσει στο σπίτι. |
ρίχνω κάτω(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il giocatore di calcio ha messo a tappeto il suo avversario mentre cercava di prendere la palla. Ο ποδοσφαιριστής έριξε κάτω τον αντίπαλό του ενώ πήγαινε να κλέψει την μπάλα. |
απλώνω, κρεμάωverbo transitivo o transitivo pronominale (vestiti) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Felicity sta stendendo la biancheria sul filo. Η Φελίσιτι κρεμά τα πλυμένα στο σχοινί. |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno posato un cavo del telegrafo sotto l'Atlantico. |
τεντώνω, απλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha allungato giù la mano per raccogliere il foglio dal pavimento. |
αποφεύγω να συζητώ κτverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απλώνω κτ για να στεγνώσειverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απλώνω τα χέριαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'intervistatore stese il braccio per stringere la mano di Nigel. |
σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέριαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πασαλείβω, μουντζουρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spalma un po' di marmellata sul mio pane tostato. |
απλώνω με σφουγγάριverbo transitivo o transitivo pronominale (stendere sostanza con spugna) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho steso della vernice trasparente sulle pareti con una spugna. |
πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ
Il muratore spalmò la malta sullo strato di mattoni. |
πασαλείβω, πασαλείφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non preoccuparti che sia tutto uniforme; stendi semplicemente il composto alla buona. |
κάνω κπ να τα δει όλα(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sophie ha impressionato tutti cantando con la sua bellissima voce. Η Σόφι τους άφησε όλους άφωνους με την υπέροχη φωνή της. |
ρίχνω μπουκέτο σε κπ που τον κάνει να πέσει κάτω(informale) (αργκό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Όταν κάποιος από το πλήθος έριξε ένα αυγό πάνω της, η πολιτικός γύρισε και του έριξε μια μπουνιά που τον έκανε να πέσει κάτω. |
απλώνω(σε κάτι ή πάνω σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Άπλωσε το πουκάμισο πάνω στη σιδερώστρα. |
στρώνω, απλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per fare il sentiero in giardino, Lucy ha posato i blocchi di pietra sul terreno. |
απλώνω, στρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'operaio ha steso con attenzione l'intonaco sulle pareti con una cazzuola. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stendere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του stendere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.