Τι σημαίνει το steep στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης steep στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του steep στο Αγγλικά.
Η λέξη steep στο Αγγλικά σημαίνει απότομος, απόκρημνος, αφήνω να τραβήξει, αφήνω να τραβήξει, μουλιάζω, μουσκεύω, βουτάω κτ σε κτ, βυθίζω κτ σε κτ, τραβάω, μουλιάζω, μουσκεύω, ποτίζω, διαποτίζω κπ με κτ, ακριβός, απότομο/απόκρημνο μονοπάτι, πολύ υψηλή/υπερβολική τιμή, απότομη κλίση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης steep
απότομος, απόκρημνοςadjective (sharply sloped) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The house was at the top of a steep hill. Το σπίτι βρισκόταν στην κορυφή ενός απότομου λόφου. |
αφήνω να τραβήξειtransitive verb (infuse, brew) (πχ τσάι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jessica steeped some nettles to make an organic fertiliser for the garden. Η Τζέσικα έφτιαξε εκχύλισμα από τσουκνίδες για να φτιάξει οργανικό λίπασμα για τον κήπο. |
αφήνω να τραβήξει(infuse, brew) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peter steeped a tea bag in a mug of boiling water. Ο Πίτερ έβαλε ένα φακελάκι τσαγιού σε μια κούπα βραστό νερό. |
μουλιάζω, μουσκεύωtransitive verb (soak) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The rain steeped the ground. Η βροχή μούσκεψε το έδαφος. |
βουτάω κτ σε κτ, βυθίζω κτ σε κτ(soak in [sth]) Olivia steeped the dress in the dye solution. Η Ολίβια βούτηξε (or: μούλιασε) το φόρεμα στο διάλυμα της βαφής. |
τραβάωintransitive verb (infuse, brew) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Keith poured boiling water on the tea and let it steep. Ο Κιθ έειξε βραστό νερό πάνω στο τσάι και το άφησε να ταβήξει. |
μουλιάζω, μουσκεύω, ποτίζωintransitive verb (soak) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Linda put the stained shirt in the water and left it to steep. Η Λίντα έβαλε το λεκιασμένο πουκάμισο στο νερό και το άφησε να μουσκέψει. |
διαποτίζω κπ με κτ(figurative, often passive (imbue with) (μεταφορικά) The young man was steeped in the ideology of the radical group. Ο νεαρός άντρας είχε διαποτιστεί από την ιδεολογία της ριζοσπαστικής ομάδας. |
ακριβόςadjective (figurative, informal (price: expensive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alice thought £2,000 was a bit steep for such an old car, especially as it wasn't in very good condition. |
απότομο/απόκρημνο μονοπάτιnoun (sharply-sloping walkway) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A steep path led up to the old house. |
πολύ υψηλή/υπερβολική τιμήnoun (informal (very high cost) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απότομη κλίσηnoun (sharp incline) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του steep στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του steep
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.