Τι σημαίνει το status στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης status στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του status στο Αγγλικά.
Η λέξη status στο Αγγλικά σημαίνει κατάσταση, κύρος, κύρος, νομική κατάσταση, κατάσταση, ερασιτέχνης, υπηκοότητα, οικογενειακή κατάσταση, τρέχουσα κατάσταση, κατάσταση παραγγελίας, χαμηλότερης κοινωνικής υπόστασης/στάτους, υποβιβάζω κοινωνικά, χαμηλότερη κοινωνική υπόσταση, οικογενειακή κατάσταση, κατάσταση πληρωμής, ιδιότητα μόνιμου κατοίκου, οικογενειακή κατάσταση, κατάσταση αποστολής, κοινωνική θέση, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, μπάρα προόδου, κωδικός κατάστασης, κατεστημένο, αναφορά κατάστασης, σύμβολο κοινωνικής κατάστασης, σύμβολο κύρους, ενημέρωση κατάστασης, φοροαπαλλαγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης status
κατάστασηnoun (condition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The agent described the status of the house as "in need of modernisation". Ο μεσίτης, περιγράφοντας την κατάσταση του σπιτιού, είπε ότι «χρειάζεται εκμοντερνισμό». |
κύροςnoun (social standing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The success of his book greatly increased his status, and he is invited to lots of parties. |
κύροςnoun (high social standing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Minister is a man of status. |
νομική κατάστασηnoun (legal standing) We are not sure of the status of our claim. Δεν είμαστε σίγουροι για τη νομική κατάσταση της αίτησής μας. |
κατάστασηnoun (current update on social network) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Marie hasn't updated her status in weeks; I hope she's all right. |
ερασιτέχνηςnoun (doing [sth] non-professionally) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπηκοότηταnoun (nationality) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικογενειακή κατάστασηnoun (legal status, esp. marital) |
τρέχουσα κατάστασηnoun (present situation) My current status is "retired", but maybe I'll go back to work next year. |
κατάσταση παραγγελίαςnoun (package: progress) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I looked online to see the delivery status of my package. |
χαμηλότερης κοινωνικής υπόστασης/στάτουςadjective (less important or prestigious) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Some universities are lower in status than others. |
υποβιβάζω κοινωνικάverbal expression (make less prestigious) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαμηλότερη κοινωνική υπόστασηnoun (inferior social position) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οικογενειακή κατάστασηnoun (whether or not one is married) Please indicate your age, income level, and marital status. Παρακαλώ αναφέρετε την ηλικία, το επίπεδο εισοδήματος και την οικογενειακή σας κατάσταση. |
κατάσταση πληρωμήςnoun (situation: whether [sth] is paid or not) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιδιότητα μόνιμου κατοίκουnoun (foreign national's right to stay in country) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) He finally gained permanent residency status last year, so he can live here as long as he likes. |
οικογενειακή κατάστασηnoun (whether one is single, married, etc.) |
κατάσταση αποστολήςnoun (stage of delivery reached by a consignment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοινωνική θέσηnoun (position in society, class) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινωνικοοικονομική κατάστασηnoun (social and economic class or position) |
μπάρα προόδουnoun (computing: bar showing progress) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κωδικός κατάστασηςnoun (internet: error or action message) (Η/Υ) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κατεστημένοnoun (current situation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many people thought it was good to maintain the status quo. Πολλοί πίστευαν ότι ήταν καλό να διατηρείται το κατεστημένο. |
αναφορά κατάστασηςnoun (statement or update) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The World Health Organization has issued a global status report on noncommunicable diseases. |
σύμβολο κοινωνικής κατάστασης, σύμβολο κύρουςnoun ([sth] that shows wealth or social status) (κοινωνική κατάσταση) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ενημέρωση κατάστασηςnoun (latest post on a social network) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φοροαπαλλαγήnoun (immunity from paying tax) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Churches enjoy a tax-exempt status in the US. Most foreign diplomats have tax-exempt status. Οι εκκλησίες έχουν φοροαπαλλαγή στην Αμερική. Οι περισσότεροι ξένοι διπλωμάτες έχουν φοροαπαλλαγή. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του status στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του status
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.