Τι σημαίνει το squirrel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης squirrel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του squirrel στο Αγγλικά.

Η λέξη squirrel στο Αγγλικά σημαίνει σκίουρος, κρύβω, αποταμιεύω, ιπτάμενος σκίουρος, γκρίζος σκίουρος, εδαφόβιος σκίουρος, κόκκινος σκίουρος, σκιουροπίθηκος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης squirrel

σκίουρος

noun (animal: tree-dwelling rodent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A squirrel was sitting on the branch of the tree.
Ένας σκίουρος καθόταν στο κλαδί του δέντρου.

κρύβω

transitive verb (figurative (hide, put away: money, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
For years the old lady had been squirrelling her money in shoeboxes and drawers.
Για χρόνια η ηλικιωμένη κυρία έκρυβε τα χρήματά της σε κουτιά παπουτσιών και σε συρτάρια.

αποταμιεύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (hide, save) (χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agnes squirrels away part of her salary every month, so she'll have some money if she ever needs it.
Κάθε μήνα, η Αγνή αποταμιεύει μέρος των χρημάτων του μισθού της, για να έχει, σε περίπτωση που τα χρειαστεί.

ιπτάμενος σκίουρος

noun (animal: gliding rodent)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

γκρίζος σκίουρος

noun (animal: North American rodent)

It's always entertaining to watch a grey squirrel trying to get food from a bird feeder.

εδαφόβιος σκίουρος

noun (animal: ground-dwelling rodent)

κόκκινος σκίουρος

noun (animal: Eurasian rodent)

Numbers of red squirrels in some European countries have declined since the introduction of the grey squirrel from North America.

σκιουροπίθηκος

noun (animal: small simian that lives in trees)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του squirrel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.