Τι σημαίνει το spur στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spur στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spur στο Αγγλικά.

Η λέξη spur στο Αγγλικά σημαίνει σπιρούνι, κίνητρο, ωθώ κπ σε κτ, κινητοποιώ κπ να κάνει κτ, ωθώ κπ να κάνει κτ, πλήκτρο, οστεόφυτο, παρακλάδι οροσειράς, σπιρούνι, σιδηροδρομική γραμμή, βάζω σπιρούνια σε κτ, ενθαρρύνω, αυθόρμητα, οδοντωτός τροχός, αυθόρμητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spur

σπιρούνι

noun (spike on a boot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The horseman used his spurs to urge his steed onwards.
Ο ιππέας χρησιμοποίησε τα σπιρούνια του για να ωθήσει το άλογό του.

κίνητρο

noun (figurative (instigator)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Losing her job was the spur Harriet needed to start her own business.
Το ότι έχασε τη δουλειά της ήταν το κίνητρο που χρειαζόταν η Χάριετ για να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση.

ωθώ κπ σε κτ

(figurative (lead to action)

Getting beaten in his latest race has spurred the athlete to greater efforts.
Η ήττα στον τελευταίο του αγώνα ώθησε τον αθλητή να προσπαθήσει πολύ περισσότερο.

κινητοποιώ κπ να κάνει κτ, ωθώ κπ να κάνει κτ

verbal expression (figurative (prompt to take action)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Reading about human rights abuses around the world spurred Dan to work for an NGO.
Το ότι διάβαζε για τις καταχρήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά τον κόσμο ώθησε τον Νταν να εργαστεί σε μια ΜΚΟ.

πλήκτρο

noun (spike on a flower)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bloom ended in a spur.

οστεόφυτο

noun (abnormal bone growth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bone had developed a spur.

παρακλάδι οροσειράς

noun (geography: ridge)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
There was a spur of rock below the summit of the mountain.

σπιρούνι

noun (bird: back claw)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cockerel's spurs looked sharp.

σιδηροδρομική γραμμή

noun (short railroad track)

βάζω σπιρούνια σε κτ

transitive verb (boot: apply spurs to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The horsewoman spurred her horse.

ενθαρρύνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (encourage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was spurred on by the promise of a decent meal when he reached his destination.

αυθόρμητα

expression (spontaneously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We decided to go to Las Vegas on the spur of the moment.
Μας τη βάρεσε και πήγαμε στο Λας Βέγκας.

οδοντωτός τροχός

noun (machinery)

αυθόρμητος

noun as adjective (decision, etc.: spontaneous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leanne and Steve hadn't planned to get married that day; it was a spur-of-the-moment decision.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spur στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του spur

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.