Τι σημαίνει το spoon στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spoon στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spoon στο Αγγλικά.

Η λέξη spoon στο Αγγλικά σημαίνει κουτάλι, κουταλιά, αγκαλιάζομαι, παίρνω με το κουτάλι, γεννημένος στα πλούτη, βρόμικο, βρώμικο, δοσομετρικό κουτάλι, δοσιμετρικό κουτάλι, κουτάλα, τρυπητή κουτάλα, κουτάλι σερβιρίσματος, ασημένιο κουτάλι, τρυπητή κουτάλα, σερβίρω με κουτάλι, που τον ταΐζουν με το κουτάλι, ταΐζω κπ με το κουτάλι, ταΐζω κπ κτ με το κουτάλι, ταΐζω κτ με το κουτάλι σε κπ, δίνω μασημένη τροφή σε κπ, δίνω κτ ως μασημένη τροφή σε κπ, δίνω κτ ως μασημένη τροφή σε κπ, κουτάλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spoon

κουτάλι

noun (utensil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I eat soup with a large spoon.
Τρώω τη σούπα με μεγάλο κουτάλι.

κουταλιά

noun (spoonful)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm not very hungry, so I'll just have a spoon or two of ice cream.
Δεν πεινάω πολύ, οπότε θα φάω μόνο μια-δυο κουταλιές παγωτό.

αγκαλιάζομαι

intransitive verb (informal (show affection)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Those two are so in love, and are always spooning.

παίρνω με το κουτάλι

transitive verb (use a spoon)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Spoon the fat off the top of the soup when it cools.
Όταν κρυώσει η σούπα, πάρε το λίπος με ένα κουτάλι.

γεννημένος στα πλούτη

adjective (figurative (have a wealthy upbringing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She was born with a silver spoon in her mouth.

βρόμικο, βρώμικο

noun (informal, figurative (cheap restaurant) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

You can get the best hamburger in town at that greasy spoon on the highway.

δοσομετρικό κουτάλι, δοσιμετρικό κουτάλι

noun (kitchen measure for small volumes) (μέτρησης ποσότητας)

When following a recipe, it is important to use a measuring spoon when adding ingredients.

κουτάλα

noun (utensil for stirring)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Use a mixing spoon to blend the ingredients.

τρυπητή κουτάλα

noun (spoon with holes for straining food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After boiling the vegetables, remove all the vegetables from the pot using a perforated spoon.

κουτάλι σερβιρίσματος

noun (utensil used to serve food)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασημένιο κουτάλι

noun (utensil) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We gave our parents a set of silver spoons for their anniversary.

τρυπητή κουτάλα

noun (spoon with slits)

σερβίρω με κουτάλι

(distribute with spoon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που τον ταΐζουν με το κουτάλι

adjective (infant: given food by spoon) (για μωρά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταΐζω κπ με το κουτάλι

transitive verb (give food by spoon) (απόλυτη ακρίβεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The mother spoon-feeds her child.

ταΐζω κπ κτ με το κουτάλι

transitive verb (give food by spoon) (απόλυτη ακρίβεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Erica spoon-feeds her daughter liquid vitamins.

ταΐζω κτ με το κουτάλι σε κπ

transitive verb (give food by spoon) (απόλυτη ακρίβεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The nurse has to spoon-feed medicine to the patient.

δίνω μασημένη τροφή σε κπ

transitive verb (figurative (give information) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police agent spoon-fed the reporter.

δίνω κτ ως μασημένη τροφή σε κπ

transitive verb (figurative (give information) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The source spoon-fed the journalist secret information.

δίνω κτ ως μασημένη τροφή σε κπ

transitive verb (figurative (give information) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The informant spoon-fed leaked information to the reporter.

κουτάλα

noun (stirring utensil made of wood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Add one cup of water to the dry ingredients, and mix with a wooden spoon.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spoon στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.