Τι σημαίνει το smettila στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης smettila στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του smettila στο Ιταλικό.

Η λέξη smettila στο Ιταλικό σημαίνει σταματάω, σταματώ, διακόπτω, παύω, καταργώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, κόβω, το κόβω, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, ξεφεύγω από το να κάνω κτ, παγώνω, εγκαταλείπω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, βγάζω, εθιστικός, διακοπή καπνίσματος, συνεχίζω, συνεχίζομαι, κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα, κινούμαι νευρικά, κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά, ποτέ δε σταματώ, παύω να κάνω κτ, βάζω τα δυνατά μου, εγκαταλείπω, παρατάω, βάζω ένα τέλος σε κτ, απεργώ, κόβω, εγκαταλείπω, γιουχάρω, παύω να είμαι, διώχνω κπ γιουχάροντάς τον, σταματάω, σταματώ, παύω, σταματώ, σβήνω, κλείνω, ξεπερνώ, ξεχνώ, εγκαταλείπω, κόβω, σταματάω, σταματώ, συμπεριφέρομαι σε κπ με επιείκεια, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, κόβω, σταματώ να μιλώ για κτ, τελειώνω με κτ, κόβω κτ μαχαίρι, σταματάω να παιδεύω κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης smettila

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riesco a concentrarmi con te che tamburelli le dita sulla scrivania. Smettila!
Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν χτυπάς τα δάχτυλά σου στο γραφείο. Σταμάτα.

διακόπτω, παύω, καταργώ

(σταματώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταματάω, σταματώ

verbo intransitivo

Fumare non mi piace, voglio smettere.
Δεν μου αρέσει το κάπνισμα και θέλω να το κόψω.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Emily si lamenta sempre del suo ragazzo, non smette mai.
Η Έμιλυ παραπονιέται συνέχεια για το αγόρι της, δεν σταματάει ποτέ!

κόβω

(assunzione di droghe) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dave ha smesso con l'eroina due anni fa e da allora è rimasto pulito.
Ο Ντέιβ έκοψε την ηρωίνη πριν από δύο χρόνια και από τότε είναι καθαρός.

το κόβω

verbo intransitivo (καθομ: κακή συνήθεια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una volta Sonia si drogava, ma ha smesso parecchi anni fa.
Η Σόνια έπαιρνε ναρκωτικά, αλλά σταμάτησε πριν από χρόνια.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La smetti per favore?
Θα μπορούσες να το σταματήσεις αυτό σε παρακαλώ;

σταματάω, σταματώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il temporale cessò alle prime ore del mattino.
Η καταιγίδα σταμάτησε τις πρώτες πρωινές ώρες.

ξεφεύγω από το να κάνω κτ

(un'attività, un lavoro)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παγώνω

(Η/Υ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
All'improvviso il computer si è bloccato e ho dovuto riavviarlo; per fortuna avevo salvato una copia del lavoro.

εγκαταλείπω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli scioperanti hanno dichiarato che non interromperanno la loro protesta.
Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σταμάτα να σφυρίζεις αμέσως!

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se vuoi vivere più a lungo, elimina lo stress dalla tua vita.
Αν θέλεις να ζήσεις περισσότερο, βγάλε το άγχος από τη ζωή σου.

εθιστικός

(για φαγητό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διακοπή καπνίσματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχίζω, συνεχίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La battaglia continuava e gli attacchi continuavano ad arrivare.

κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κινούμαι νευρικά

Poppy si agitava di continuo sulla sua poltrona durante il lungo film.
Η Πόπη κουνιόταν νευρικά στη θέση της κατά τη διάρκεια της μεγάλης ταινίας.

κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dovremmo smettere di parlare, altrimenti sveglieremo il bambino.

ποτέ δε σταματώ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La stupidità di quel conduttore radiofonico non finisce mai di sorprendermi.

παύω να κάνω κτ

verbo intransitivo

βάζω τα δυνατά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγκαταλείπω, παρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James mollò Chris da solo lasciandogli tutto il lavoro da sbrigare.

βάζω ένα τέλος σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (interrompere)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli studenti stanno barando, dobbiamo mettere fine alla situazione immediatamente.

απεργώ

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli operai della fabbrica decisero di incrociare le braccia per via di una contesa relativa alla paga.

κόβω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά: για συνήθεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ken continua giurare di smettere di bere.

εγκαταλείπω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho smesso di cercare di convincerli a credermi.
Εγκατέλειψα την προσπάθεια να τους κάνω να πιστέψουν σε μένα.

γιουχάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παύω να είμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anche se insiste con il suo atteggiamento, non smettere di essere gentile con lui.

διώχνω κπ γιουχάροντάς τον

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταματάω, σταματώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La smetti di interrompermi mentre cerco di studiare?
Θα σταματήσεις να με διακόπτεις, ενώ προσπαθώ να μελετήσω;

παύω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω, κλείνω

verbo intransitivo (non prestare attenzione) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La conferenza era talmente noiosa che ho smesso di seguirla dopo 10 minuti.

ξεπερνώ, ξεχνώ

(vita sentimentale) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ci sono voluti mesi per dimenticare Jake dopo che ci siamo lasciati.
Μου πήρε μήνες να ξεπεράσω τον Τζέικ μετά τον χωρισμό μας. Θα την ξεχάσει μόλις αρχίσει να βγαίνει έξω πάλι.

εγκαταλείπω, κόβω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarà dura, ma proverò a rinunciare al cioccolato per la Quaresima.
Θα είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να κόψω τη σοκολάτα τη Σαρακοστή.

σταματάω, σταματώ

verbo intransitivo (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho smesso di cercare un buon esempio.
Σταμάτησα να προσπαθώ να βρω ένα καλό παράδειγμα.

συμπεριφέρομαι σε κπ με επιείκεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η εργοδότρια του Τσάρλι τον φόρτωσε πάλι με επιπλέον δουλειά. Ποτέ δεν του συμπεριφέρεται με επιείκεια.

σταματάω, σταματώ

verbo intransitivo (vizio, abitudine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James sta cercando di smettere di rosicchiarsi le unghie.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Τζον προσπαθεί να κόψει το κάπνισμα.

σταματάω, σταματώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, smetti di chiamarmi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παύσατε πυρ!

κόβω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vorrei che i miei amici la smettessero di fare battute sull'amicizia tra me e James.

σταματώ να μιλώ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (con rabbia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Venerdì sera, Matt è tornato a casa tardi e sua moglie non ha ancora smesso di parlarne.
Ο Ματ άργησε να επιστρέψει στο σπίτι την Παρασκευή το βράδυ και η γυναίκα του δεν έχει σταματήσει να μιλά για αυτό το θέμα.

τελειώνω με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Non hai ancora finito col telefono?
Τελείωσες με το τηλέφωνο επιτέλους;

κόβω κτ μαχαίρι

(vizio) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tremava e sudava perché non aveva più soldi per comprare altre droghe e stava smettendo tutto d'un colpo.

σταματάω να παιδεύω κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του smettila στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.