Τι σημαίνει το set to στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης set to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του set to στο Αγγλικά.
Η λέξη set to στο Αγγλικά σημαίνει ξεκινώ να κάνω κτ, καβγάς, τσακωμός, σετ, σετ, τηλεόραση, δύω, πήζω, πήζω, τοποθετώ, βάζω, σταθερός, διαδραματίζομαι, συμβατικός, προκαθορισμένος, που έχει γίνει μιζανπλί, αποφασισμένος να κάνω κτ, παρέα, εφαρμογή, σύνολο, ιδιοσυγκρασία, σετ, πλατό, βολβός, παράσταση, ερμηνεία, τάξη, βάζω κπ/κπ να κάνει κτ, παίρνω φόρμα, εφαρμόζω, ωριμάζω, αναθέτω, στοιχειοθετώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ρυθμίζω, ανατάσσω, δίνω, στρώνω, τακτοποιώ, στήνω, στήνω, κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί, ορίζω, καθορίζω, ορίζω, δίνω, δένω, στήνω, βγάζω, παίρνω, ακολουθώ, υψώνω, καθορίζω, τοποθετώ, στέλνω κπ/κπ να κάνει κτ, παροτρύνω κτ/κπ να επιτεθεί σε κτ/κπ, σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω, ξεκινάω να, είμαι έτοιμος να, αρχίζω τη δουλειά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης set to
ξεκινώ να κάνω κτphrasal verb, transitive, inseparable (start: doing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lena did not have a dress for the prom, so she took out her sewing machine and set to making one. |
καβγάς, τσακωμόςnoun (informal (brief, intense argument) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Esme had a set-to with a traffic warden who told her she was parked illegally. |
σετnoun (collection) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I have a complete set of Dickens, bound in blue leather. Έχω μια πλήρη σειρά του Ντίκενς, και τα βιβλία είναι δεμένα με μπλε δέρμα. |
σετnoun (kit) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Don't worry, I will get my set of tools and fix it. |
τηλεόρασηnoun (abbreviation (television set) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We are experiencing technical difficulties. Do not adjust your set. Αντιμετωπίζουμε τεχνικά προβλήματα. Μην ρυθμίσετε την τηλεόρασή σας. |
δύωintransitive verb (sun: sink) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) What time does the sun set today? Τι ώρα βασιλεύει ο ήλιος σήμερα; |
πήζωintransitive verb (become firm) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This jelly will set in four hours. Το ζελέ θα πήξει σε τέσσερις ώρες. |
πήζωintransitive verb (harden) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The plaster needs twenty-four hours to set properly. Leave enough time to let the glue set. Άσε αρκετό χρόνο για να στεγνώσει η κόλλα. |
τοποθετώ, βάζωtransitive verb (place, put) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He set the glass on the edge of the table. Τοποθέτησε (or: Έβαλε) το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού. |
σταθερόςadjective (unmoving) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You could tell Olivia was determined from the set expression on her face. Μπορούσες να καταλάβεις ότι η Ολίβια ήταν αποφασισμένη από τη σταθερή έκφραση του προσώπου της. |
διαδραματίζομαιadjective (story: located, placed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The novel is set in 19th-century Paris. Η ιστορία διαδραματίζεται στο Παρίσι του 19ου αιώνα. |
συμβατικόςadjective (standard, conventional) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There is no set way to do it; you can choose your favorite method. |
προκαθορισμένοςadjective (assigned) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Students should ensure they buy copies of set texts before the beginning of term. |
που έχει γίνει μιζανπλίadjective (hair: drying in a style) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Madeleine's nails were painted, her hair was set, so she was ready to go to the dance. |
αποφασισμένος να κάνω κτ(determined to do) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Marcus is set on getting into Oxford. |
παρέαnoun (group) (για φίλους) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have made a new set of friends. |
εφαρμογήnoun (clothing: fit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What do you think of the set of this suit? |
σύνολοnoun (matching outfit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you like this matching set that I bought? |
ιδιοσυγκρασίαnoun (bearing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He has an arrogant set to him and I don't like that. |
σετnoun (tennis) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The tennis player won the third set to win the whole match. |
πλατόnoun (TV, film: stage) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The actor needed to be on set all day, as they were filming. |
βολβόςnoun (horticulture: young plant) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I have bought fifty onion sets this year. |
παράσταση, ερμηνείαnoun (music: performance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After finishing her set, the violinist bowed for the audience. |
τάξηnoun (class, group) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rose is in the top set for French. |
βάζω κπ/κπ να κάνει κτverbal expression (apply, start) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The boss set his employees to work on the project. Το αφεντικό έβαλε τους υπαλλήλους του να αρχίσουν να δουλεύουν το προτζεκτ. |
παίρνω φόρμαintransitive verb (hair: be fixed in place) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Your hair will set well if you use this hairspray. |
εφαρμόζωintransitive verb (clothes: fit, hang) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) That dress sets very nicely on you. Αυτό το φόρεμα σου πέφτει πολύ ωραία. |
ωριμάζωintransitive verb (fruit: grow, develop) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I had lots of flowers on my chilli plants this year, but the fruits didn't set. |
αναθέτωtransitive verb (assign) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher set his pupils several tasks. |
στοιχειοθετώtransitive verb (type) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you set this report for me in a plain typeface? |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>transitive verb (music: lyrics) The poem was set to music. |
ρυθμίζωtransitive verb (watch: adjust) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I just changed the battery in the clock, so I have to set the time on it again. |
ανατάσσωtransitive verb (bone: mend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The doctors in casualty set the broken bone. |
δίνωtransitive verb (example: provide) (παράδειγμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You should set a good example to your younger brother! |
στρώνωtransitive verb (table: lay) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kids, come set the table for dinner. We need plates and bowls. |
τακτοποιώ, στήνωtransitive verb (put in order) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She set the chess pieces in their place. |
στήνωtransitive verb (trap: prepare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He set a trap for the mouse in the apartment. |
κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλίtransitive verb (hairstyle: fix) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The stylist set the woman's hair beautifully. |
ορίζω, καθορίζωtransitive verb (price, value: fix) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's set the price of the shirt at twenty dollars. Ας ορίσουμε (or: καθορίσουμε) την τιμή του πουκάμισου στα είκοσι δολάρια. |
ορίζωtransitive verb (date: schedule) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's set a June date for the wedding. |
δίνωtransitive verb (pace) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The leader set the pace in the bike race. |
δένωtransitive verb (gem: mount) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The jeweller set the stone in the ring. |
στήνωtransitive verb (theater: arrange scene) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) While the curtains were closed, they quickly set the next scene. |
βγάζωtransitive verb (plant: produce fruit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This tree sets fruit in the late summer. |
παίρνω, ακολουθώtransitive verb (direction: determine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeremy set a course for the West. |
υψώνωtransitive verb (sail: rig) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The crew set the sails and the ship left the harbour. |
καθορίζωtransitive verb (fix, put in place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boss sets the hours we work. The sales targets have been set for this month. |
τοποθετώ(often passive (story: locate, place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helena set her story against the backdrop of the Second World War. The novel is set in 19th-century Paris. |
στέλνω κπ/κπ να κάνει κτ(let loose) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The hunters set the dogs on the scent. |
παροτρύνω κτ/κπ να επιτεθεί σε κτ/κπ(urge to attack) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If you go into that garden, the owner will set his dog on you. |
σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζωphrasal verb, transitive, inseparable (intend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I didn't set out to hurt you; I'm sorry if what I said was upsetting. |
ξεκινάω ναphrasal verb, transitive, inseparable (undertake) (κάνω κάτι) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) He set out to mend the fences, but ran out of wire before he was halfway done. |
είμαι έτοιμος ναverbal expression (be ready to: do [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We were all set to leave, but Ann made us wait while she looked for her cell phone. |
αρχίζω τη δουλειάverbal expression (start doing [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He set to work as soon as he was given the new task. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του set to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του set to
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.