Τι σημαίνει το separato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης separato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του separato στο Ιταλικό.

Η λέξη separato στο Ιταλικό σημαίνει διαχωρίζω, χωρίζω, ξεχωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, σπάω, κόβω, διαλύω, απομονώνω, χωρίζω, αποξενώνω, απομακρύνω, χωρίζω, διαχωρίζω, διασπώ, διαιρώ, απομονώνω, διακόπτομαι, διαλύομαι, χωρίζω, ξεχωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, διαχωρίζω, χωρίζω, χωριστός, ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστός, διαφορετικός, που έχει χωρίσει, σε διάσταση, αποτραβηγμένος, που έχει χωρίσει, ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ, αποσυνδεδεμένος, χωρισμένος, διαχωρισμένος, που δε συνδέεται, που δε σχετίζεται, αποκομμένος, χωρισμένος, χωρισμένος, διαχωρισμένος, χωριστός, ξεχωριστός, χωρισμένος, χωρισμένος, απομακρυσμένος, διαφορετικός, ξεχωριστός, κομμένος, αποκομμένος, μακριά από κπ/κτ, χωρίζω, ξεχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζω, εξαϋλώνω, ξαναχωρίζω, ξαναδιαχωρίζω, διαχωρίζω, διαιρώ, διαχωρίζω, κοσκινίζω, περιφράζω, περιφράσσω, απομονώνω κτ με κουρτίνα, διαχωρίζω, αποσυνδέω, χτίζω τείχος, κόβω κτ δαγκώνοντάς το, διαχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω με τοίχο, χωρίζω με τοίχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης separato

διαχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ragazza cercò di separare le mele marce presenti nel cestino.

χωρίζω, ξεχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ από κπ, κπ και κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La maestra separò i bambini dalle bambine.
Ο δάσκαλος χώρισε τα αγόρια και τα κορίτσια.

χωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'arbitro ha separato i due giocatori litigiosi.
Ο διαιτητής χώρισε τους παίχτες που είχαν συμπλακεί.

χωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bisogna separare le due metà dell'avocado per poterne mangiare la polpa.

χωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli esami del suolo separano i diversi componenti e nutrienti del terreno del giardino.

ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Questo test separerà gli studenti bravi da quelli scarsi.

σπάω

(rompendo) (και αποκόπτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mentre eravamo su internet ci hanno isolato (or:siamo rimasti isolati).
Ενώ ήμαστε στο ίντερνετ κόπηκε η σύνδεση.

διαλύω

(gruppo, società)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo sciolse il comitato corrotto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αστυνομία δεν κατάφερε να διαλύσει το πλήθος.

απομονώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul si è trasferito nel Montana perché voleva isolarsi dalla società. Lavorare da casa ha allontanato Serena dalla società.
Ο Πωλ μετακόμισε στη Μοντάνα γιατί ήθελε να απομονωθεί από την κοινωνία. Η εργασία από το σπίτι απομόνωσε τη Σερίνα από την κοινωνία.

χωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno iniziato a separare le classi per genere.

αποξενώνω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La personalità difficile di Timothy finì per allontanare la moglie.

χωρίζω, διαχωρίζω, διασπώ, διαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laura si dava da fare per isolare i fatti da tutte le storie insensate per poter scrivere la sua storia.
Η Λώρα δούλευε για να ξεχωρίσει τα γεγονότα από τα παραμύθια ώστε να γράψει την ιστορία της.

διακόπτομαι, διαλύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Setacciare la farina, quindi dividerla in tre parti uguali.
Κοσκινίστε το αλεύρι και μετά χωρίστε το σε τρία ίσα μέρη.

ξεχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In questo caso di omicidio, il lavoro del giudice è di separare la verità dalle menzogne.

χωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un agente della polizia ha diviso la folla.

χωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il regista separò le tende, entrando sul palcoscenico.

διαχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (με βάση φυλή, φύλο κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω

(figurato: destini)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'infedeltà ha spezzato la coppia.

χωριστός, ξεχωριστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ogni pezzo è venduto separatamente.

χωριστός, ξεχωριστός, διαφορετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Puoi mettere il pane in una borsa a parte?
Μπορείτε να βάλετε το ψωμί σε χωριστή σακούλα;

που έχει χωρίσει

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non hai sentito che sono separati da cinque mesi?
Δεν έχεις ακούσει ότι έχουν χωρίσει εδώ και πέντε μήνες;

σε διάσταση

aggettivo (ζευγάρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποτραβηγμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει χωρίσει

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo una tempestosa relazione di due anni, Mary e Bob alla fine si sono separati definitivamente.

ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ

aggettivo

Ad Agatha piace tenere separata la vita privata da quella lavorativa.

αποσυνδεδεμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρισμένος, διαχωρισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ci sono due tipi di farina; tienili separati per cortesia.
Υπάρχουν δυο είδη αλεύρι. Σε παρακαλώ να είναι χωριστά.

που δε συνδέεται, που δε σχετίζεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκομμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χωρισμένος

aggettivo (coppia)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La settimana scorsa la coppia separata ha incontrato gli avocati.

χωρισμένος, διαχωρισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χωριστός, ξεχωριστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dormimmo tutti in scomparti separati sulla nave.

χωρισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Non è un brutto ritratto a parte i suoi occhi che sono troppo distanziati.

χωρισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απομακρυσμένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαφορετικός, ξεχωριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quei musicisti sono una razza a parte.
Αυτοί οι μουσικοί είναι πολύ διαφορετικοί (or: ξεχωριστοί).

κομμένος, αποκομμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'addetto del cinema mi ha riconsegnato la matrice staccata del biglietto.
Ο υπάλληλος του κινηματογράφου μου επέστρεψε το κομμένο εισητήριό μου.

μακριά από κπ/κτ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hanno vissuto lontani per anni: lei a Madrid, lui a Washington.
Έζησαν χωριστά για χρόνια. Αυτή ήταν στη Μαδρίτη κι αυτός στην Ουάσινγκτον.

χωρίζω, ξεχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ από κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo dovuto separare i ragazzi dalle ragazze in classe.
Αναγκαστήκαμε να χωρίσουμε (or: ξεχωρίσουμε) τ' αγόρια απ' τα κορίτσια στην τάξη.

ξεχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Riesci a distinguere il bene dal male?

διαχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il processo chimico separa l'argento dal suo minerale.

εξαϋλώνω

(anima, spirito, ecc.) (αφαιρώ ύλη, σώμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναχωρίζω, ξαναδιαχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχωρίζω, διαιρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοσκινίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιφράζω, περιφράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνω κτ με κουρτίνα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Può essere difficile dissociare i contenuti intelligenti da quelli senza senso presenti su internet.

αποσυνδέω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una volta arrivati al camping, Sue staccò la roulotte dall'auto.

χτίζω τείχος

verbo transitivo o transitivo pronominale

I sovietici hanno eretto un muro intorno a Berlino ovest.

κόβω κτ δαγκώνοντάς το

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαχωρίζω κτ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

È possibile separare la vita dall'arte?

διαχωρίζω με τοίχο, χωρίζω με τοίχο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του separato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.